1. Μετάβαση στο περιεχόμενο
  2. Μετάβαση στο κύριο μενού
  3. Μετάβαση σε περισσότερους ιστοτόπους της DW
ΠολιτικήΚύπρος

Αγνοούμενοι στο χάος του Κυπριακού

19 Ιουλίου 2024

50 χρόνια συμπληρώνονται αύριο από την τουρκική εισβολή στην Κύπρο το 1974. Το θέμα των αγνοουμένων αποτελεί ανοιχτή πληγή. Ένα συλλογικό τραύμα που ρίχνει βαριά σκιά πάνω από το νησί.

https://p.dw.com/p/4iTPH
Κύπρος, συγγενείς αγνοούμενων
H Χρυσταλλού Χατζηγιάννη με τη φωτογραφία του αγνοούμενου συζύγου τηςΕικόνα: Katia Christodoulou/epa/dpa/picture-alliance

Πενήντα χρόνια μετά την τουρκική εισβολή του 1974, το ζήτημα των αγνοουμένων της Κύπρου παραμένει ανοιχτό ως η καλύτερη απόδειξη της δυστοκίας των Κυπρίων να συνεννοηθούν μεταξύ τους ακόμα και για την επίλυση ανθρωπιστικών θεμάτων, όπως θα ήταν η επίσημη ενημέρωση όλων των συγγενών για τον θάνατο των οικείων τους και συνακόλουθα ο εντοπισμός των νεκρών και η ταφή τους με τις πρέπουσες τιμές.

Το τέλος της τουρκικής επέλασης στο νησί στις 16 Αυγούστου 1974 και η κατάληψη του 37% του εδάφους βρήκε περίπου 200.000 Ελληνοκύπριους ανέστιους, εκτοπισθέντες από τον κατεχόμενο Βορρά, καθώς και περίπου 60.000 Τουρκοκύπριους έγκλειστους σε θύλακες στις περιοχές, όπου μέχρι σήμερα ασκεί έλεγχο η Κυπριακή Δημοκρατία.

Μέχρι το τέλος του φθινοπώρου του 1974 οι ανταλλαγές αιχμαλώτων είχαν ολοκληρωθεί, επιβεβαιώνοντας τους φόβους των συγγενών όσων Ελληνοκυπρίων βρέθηκαν αντιμέτωποι με τον τουρκικό στρατό χωρίς έκτοτε να δώσουν σημεία ζωής. Οι άνθρωποί τους είχαν χαθεί στη δίνη του πολέμου.

Οι πρώτες προσπάθειες

Διαδήλωση το 2004 από συγγενείς αγνοουμένων | Λευκωσία
Διαδήλωση το 2004 από συγγενείς αγνοουμένων. Τότε είπαν «Όχι» στο σχέδιο ΑνάνΕικόνα: Katia Christodoulou/epa/dpa/picture-alliance

Συνεπεία των απωλειών, μετά το καλοκαίρι του 1974 η Κυπριακή Δημοκρατία ιδρύει την Υπηρεσία Αγνοουμένων, η οποία αναλαμβάνει την καταγραφή των αγνοουμένων προσώπων και τη συλλογή μαρτυριών σχετικά με την τύχη τους. Την ίδια περίοδο, συγγενείς των Ελληνοκυπρίων αγνοουμένων του ’74 ιδρύουν την Παγκύπρια Οργάνωση Συγγενών Αγνοουμένων, η οποία ηγείται των κοινοποιήσεων υπέρ της διακρίβωσης της τύχης των εκλιπόντων προσώπων.

Η συλλογή στοιχείων και μαρτυριών έχει ως αποτέλεσμα τον καταρτισμό μιας λίστας με 1.619 αγνοούμενα πρόσωπα. Αυτός ο αριθμός έμελλε να γίνει το σύμβολο του αγώνα για την εξακρίβωση της τύχης των Ελληνοκυπρίων αγνοουμένων, αλλά και των ευθυνών του κατοχικού στρατού για τα εγκλήματα πολέμου που συντελέστηκαν στην Κύπρο.

Πολιτικοποίηση του δράματος

Το ζήτημα των Eλληνοκυπρίων αγνοουμένων χρησιμοποιείται ως η αιχμή του δόρατος της καταγγελτικής πολιτικής της ελληνοκυπριακής ηγεσίας κατά της Τουρκίας. Αντί της αναγκαίας ψυχοκοινωνικής στήριξης, οι συγγενείς αγνοουμένων παρακινούνται σε έναν ατέρμονο αγώνα διαμαρτυρίας.

Στις καταγγελίες της Κυπριακής Δημοκρατίας η Τουρκία απαντά πως τα εκλιπόντα πρόσωπα θα πρέπει να θεωρούνται νεκρά, καθώς, σύμφωνα με τους ισχυρισμούς της, χάθηκαν στο πεδίο της μάχης, παρά το γεγονός ότι πολλοί από τους εξαφανισθέντες ήταν πολίτες ή και στρατιώτες που θεάθηκαν για τελευταία φορά ζωντανοί υπό τη σύλληψη του τουρκικού στρατού ή και Τουρκοκυπρίων παραστρατιωτικών. Παρά την επιμονή της να κλείσει το ζήτημα, η τουρκική πλευρά αρνείται να παράσχει στοιχεία που να επιβεβαιώνουν τους ισχυρισμούς της και καταδικάζεται πολλάκις από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ). 

Την τουρκική θέση υπερθεματίζει με κάθε ευκαιρία και ο ηγέτης των Τουρκοκυπρίων Ραούφ Ντεντκάς. Άλλωστε αυτή ήταν η πολιτική που ακολούθησε σε σχέση με τους Τουρκοκύπριους αγνοουμένους των διακοινοτικών ταραχών του ’63-64, τους οποίους ανακηρύσσει, χωρίς τη σύμφωνη γνώμη των συγγενών τους, μάρτυρες, καθιστώντας έτσι την απώλειά τους οριστική, όπως οριστική θα έπρεπε να είναι η διχοτόμηση της νήσου μετά την τουρκική εισβολή.

Αντίθετα, η Ελληνοκυπριακή πλευρά στην αγωνία της να κρατήσει το θέμα ανοιχτό καλλιεργεί μύθους περί ζωντανών αγνοουμένων. Διοχετεύονται στη δημόσια σφαίρα τόσο της Κύπρου όσο και της Ελλάδας πληροφορίες περί ζωντανών αγνοουμένων που κρατούνται στην Τουρκία είτε σε φυλακές είτε σε κάτεργα. Στη δημιουργία των μύθων αυτών συμβάλλει και η μυστικοπάθεια που επέβαλε γύρω από το ζήτημα η Κυπριακή Πολιτεία.

Θεωρώντας πως αν προέκυπτε οποιοδήποτε στοιχείο ή μαρτυρία που να επιβεβαίωνε τον θάνατο ενός αγνοουμένου θα δικαίωνε την τουρκική προπαγάνδα που μιλούσε για ένα «ανύπαρχτο πρόβλημα», η ελληνοκυπριακή πλευρά επιβάλλει ένα πέπλο σιωπής γύρο από τον κατάλογο των αγνοουμένων, αφήνοντας τους συγγενείς τους στο σκοτάδι και καθιστώντας τους έρμαια επιτηδείων, που ισχυρίζονταν πως είχαν στοιχεία για τα αγαπημένα τους πρόσωπα υφαρπάζοντάς τους σημαντικά χρηματικά ποσά.

Μαζικές ταφές σε ελληνοκυπριακό κοιμητήριο

Τύμβος της Μακεδονίτισσας στη Λευκωσία
«Η Μάνα του Αγνοούμενου» στον Τύμβο της Μακεδονίτισσας στη ΛευκωσίαΕικόνα: Loucianos Lyritsas/DW

Πολλές υποθέσεις που απασχόλησαν την ελληνοκυπριακή δημόσια σφαίρα στη δεκαετία του ’90 σήκωσαν το πέπλο σιωπής γύρω από τον επίσημο κατάλογο των αγνοουμένων προσώπων. Ο αριθμός 1.619 αρχίζει να αμφισβητείται εντός της ίδιας της ελληνοκυπριακής κοινότητας, όταν διαπιστώνονται από έρευνες συγγενών και δημοσιογράφων περιπτώσεις αγνοουμένων που είχαν ταφεί από το 1974.

Ενδεικτική ήταν η υπόθεση των 126 πεσόντων στις μάχες του Αγίου Παύλου Λευκωσίας, οι οποίοι θάφτηκαν πρόχειρα το 1974 εντός των περιοχών που ελέγχει η Κυπριακή Δημοκρατία, δηλαδή στο στρατιωτικό κοιμητήριο Λακατάμιας. Μάλιστα κάποιες υποθέσεις οδηγήθηκαν στα δικαστήρια.

Η πιο γνωστή από αυτές είναι η περίπτωση του έφεδρου στρατιώτη Χαράλαμπου Πάλμα, η οποία έφτασε μέχρι και τα κυπριακά δικαστήρια, τα οποία επεδίκασαν αποζημιώσεις ύψους άνω του μισού εκατομμυρίου ευρώ επιρρίπτοντας νομικές ευθύνες στη Δημοκρατία, η οποία παρουσίαζε τον Πάλμα ως αγνοούμενο, ενώ υπήρχαν ισχυρότατες ενδείξεις και μαρτυρίες ότι ήταν νεκρός και είχε ταφεί στο στρατιωτικό κοιμητήριο της Λακατάμιας.

Αλλαγή σελίδας

Μοναδική θετική εξέλιξη στην προσπάθεια επίλυσης του δράματος των οικογενειών των αγνοουμένων αποτέλεσε η ίδρυση της Διερευνητικής Επιτροπής για τους Αγνοουμένους (ΔΕΑ), ενός δικοινοτικού σώματος που συστήνεται το 1981 από τους ηγέτες των δύο κοινοτήτων με τη συμμετοχή των Ηνωμένων Εθνών. Στόχος της Επιτροπής η διαλεύκανση της τύχης των Κυπρίων αγνοουμένων και από τις δύο περιόδους βίας στο νησί και η επιστροφή των λειψάνων τους στις οικογένειές τους. Αν και τα πρώτα χρόνια η ΔΕΑ παραμένει ουσιαστικά ανενεργή, σκοντάφτοντας στην τουρκική αδιαλλαξία και στους προβληματικούς όρους εντολής της.

Η Λευκωσία από ψηλά
Η Λευκωσία από ψηλάΕικόνα: H. Tschanz-Hofmann/imago images

Τον Ιούλιο του 1997 επιτυγχάνεται σημαντική πρόοδος επί του ζητήματος. Κληρίδης και Ντενκτάς σε μια συμφωνία-ορόσημο συμφωνούν για τη δραστηριοποίηση της Διερευνητικής Επιτροπής για τους Αγνοουμένους. Οι δύο ηγέτες ανταλλάσσουν πληροφορίες για πιθανούς χώρους ταφής αγνοουμένων και από τις δύο κοινότητες και συμφωνούν στην πραγματοποίηση ανασκαφών για εντοπισμό των λειψάνων τους. Ταυτόχρονα η διερεύνηση μπαίνει σε μία διαφορετική βάση, καθώς δημιουργείται τράπεζα DNA όπου συγγενείς καλούνται να δώσουν γενετικό δείγμα για δημιουργία τράπεζας πληροφοριών.

Η συμφωνία επιφέρει αντιδράσεις και στις δύο πλευρές. Από τη μία Τουρκοκύπριοι καλούν συγγενείς να μην δώσουν δείγμα αίματος. Το ίδιο και οι εκπρόσωποι Ελληνοκυπρίων συγγενών, οι οποίοι υποστηρίζουν ότι η παράδοση φακέλων στην επιτροπή θα οδηγούσε στο κλείσιμο της υπόθεσης των αγνοουμένων.

Πεθαίνουν οι μάρτυρες, λίγες οι ελπίδες

Σήμερα, 50 χρόνια μετά την τουρκική εισβολή, από το σύνολο των 2.002 αγνοουμένων, 492 Τουρκοκυπρίων και 1.510 Ελληνοκυπρίων, και από τις δύο περιόδους βίας στο νησί, η ΔΕΑ έχει καταφέρει να ταυτοποιήσει 1.047 αγνοούμενα άτομα (295 Τουρκοκύπριους και 752 Ελληνοκύπριους) και να επιστρέψει τα οστά τους στις οικογένειές τους.

Οι ελπίδες για τον εντοπισμό των εναπομεινάντων αγνοουμένων είναι ανάλογες με τον αριθμό των μαρτύρων καθώς και των εμπλεκομένων στις θανατώσεις Κυπρίων. Ήδη οι περισσότεροι έχουν αποβιώσει και οι εισηγήσεις για σύσταση Επιτροπής Αληθείας με όρους εντολής την παραχώρηση αμνηστίας έναντι πληροφοριών δεν τυγχάνουν ευρύτερης δημόσιας συζήτησης, δηλωτικό της στάσης αμφοτέρων των πλευρών έναντι της ανοιχτής ανθρωπιστικής πληγής που συνιστά η διαχείριση του θέματος των αγνοουμένων.