«Τα λέμε τον Αύγουστο»: το νέο βιβλίο του Μάρκες
7 Μαρτίου 2024Ήταν μία Μεγάλη Πέμπτη, όταν η καρδιά του βραβευμένου με Νόμπελ συγγραφέα σταμάτησε να χτυπάει για πάντα. Η οικογένεια είχε μαζευτεί στο σπίτι της στο Κάγιε Φουέγκο στα νότια της Πόλης του Μεξικού. Μία εγγονή άφησε στην κοιλιά του νεκρού μερικά κίτρινα τριαντάφυλλα, που ήταν τα αγαπημένα του λουλούδια. Με κάποιον δισταγμό – οι περισσότεροι δημοσιογράφοι είχαν ήδη εξαφανιστεί για τις πασχαλινές διακοπές – η είδηση άρχισε να ταξιδεύει σε ολόκληρο τον κόσμο: ο Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες είναι νεκρός.
Πριν από 10 χρόνια, στις 17 Απριλίου 2014, ο Κολομβιανός συγγραφέας άφησε την τελευταία του πνοή σε ηλικία 87 ετών. Εκείνη την ημέρα χάθηκε ένας μυθιστοριογράφος, σαν τον οποίο δεν υπάρχει άλλος, ούτε καν στον απέραντο ισπανόφωνο κόσμο. Με έργα όπως το «Εκατό Χρόνια Μοναξιά» ο «Γκάμπο» έβαλε την ήπειρό του στον παγκόσμιο λογοτεχνικό χάρτη καθορίζοντας και την εικόνα της Λατινικής Αμερικής σε βάθος γενεών.
Το 1982 τιμήθηκε με Βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας. Για τη δέκατη επέτειο από τον θάνατό του δημοσιεύεται τώρα ένα μικρό μυθιστόρημα από τα κατάλοιπά του – ταυτόχρονα με ένα βιβλίο με αναμνήσεις του γιου του, Ροντρίγκο Μάρκες (64), στο οποίο ο τελευταίος διηγείται για τη ζωή και τον θάνατο του πατέρα του και της μητέρας του, Μερσέντες Μπάρκα.
Ο συγγραφέας ήθελε να καταστραφεί το κείμενο
Το μυθιστόρημα με τίτλο «Τα λέμε τον Αύγουστο» κυκλοφόρησε σήμερα Πέμπτη (7 Μαρτίου) στα γερμανικά από τον εκδοτικό οίκο Kiepenheuer & Witsch – μέσα στον Απρίλιο θα εκδοθεί και στα ελληνικά από τις εκδόσεις Ψυχογιός. Το κείμενο αποτελεί περισσότερο νουβέλα και ο συγγραφέας αρχικά δεν ήθελε καν να τυπωθεί – γιατί κατά τον ίδιο δεν άξιζε. Ο Ροντρίγκο και ο νεότερος αδερφός του Γκονζάλο, τα δύο παιδιά του Μάρκες, είχαν τελικά διαφορετική άποψη – και ελπίζουν ο πατέρας τους να τους συγχωρήσει από τον άλλον κόσμο.
Η ύπαρξη του κειμένου είναι γνωστή εδώ και χρόνια. Μετά τον θάνατο του συγγραφέα δόθηκε μαζί με τα υπόλοιπα κατάλοιπά του στο Harry Ransom Center του Πανεπιστημίου του Τέξας. Ήδη το 1999 ο «Γκάμπο» είχε διαβάσει ένα κεφάλαιο του βιβλίου στο Casa América στη Μαδρίτη. Το κοινό, μεταξύ των οποίων βρισκόταν και ο πρώην Ισπανός πρωθυπουργός Φελίπε Γκονζάλες και ο μετέπειτα επικεφαλής της κυβέρνησης Μαριάνο Ραχόι, κρατούσε την ανάσα του, όπως έγραψε η μαδριλένικη εφημερίδα “El País”. Το 2003 η “El País” τύπωσε ένα ακόμη κεφάλαιο του κειμένου. Ο Μάρκες άλλαζε ξανά και ξανά το κείμενο, δίχως να το κυκλοφορήσει ποτέ, προτιμώντας αυτό να καταστραφεί.
Η πλοκή έχει εν συντομία ως εξής: κάθε χρόνο στις 16 Αυγούστου η Άνα Μαγκνταλένα Μπαχ, η πρωταγωνίστρια του βιβλίου, πηγαίνει με το πλοίο σε ένα νησί της Καραϊβικής, για να επισκεφθεί τον τάφο της μητέρας της. Την ημέρα του θανάτου της αφήνει εκεί ένα μπουκέτο γλαδιόλες και διηγείται στη νεκρή τον πόνο και τις ανησυχίες της. Είναι 46 ετών και εδώ και 27 χρόνια ζει ευτυχισμένη με τον σύζυγό της, που είναι ο πρώτος και μοναδικός άντρας της ζωής της – μέχρι την ημέρα που φλερτάρει με έναν εντελώς άγνωστο επισκέπτη στο φτηνό ξενοδοχείο δίπλα στη λιμνοθάλασσα και τον φέρνει στο δωμάτιό της. Από τότε έχει κάθε χρόνο και μία διαφορετική περιπέτεια στο νησί και πλέον νιώθει σχεδόν ξένη στον οικείο κόσμο της.
Οι συγκινητικές αναμνήσεις του γιου
Πρόκειται για μία διασκεδαστική ιστορία με ορισμένες δραστικές σκηνές σεξ – και ένα πετυχημένο φινάλε. Ο μετρ του μαγικού ρεαλισμού μάλλον δεν επέλεξε τυχαία το επώνυμο της πρωταγωνίστριάς του, διότι πρόκειται και για μουσική, για την «Clair de Lune» του Ντεμπισί σε εκτέλεση του Μπολέρο, για τον Μπραμς, τον Μότσαρτ και τον Σούμπερτ. Το ίδιο το κείμενο είναι λιγότερο μελωδικό, σε ορισμένα σημεία φαίνεται ακόμη και λίγο περίεργο στα γερμανικά. Αποσπάσματα τόσο όμορφα γραμμένα ώστε να αξίζει να σημειώσετε τους αριθμούς των σελίδων στο πίσω μέρος του εξωφύλλου, μάλλον δεν θα βρείτε.
Στα απομνημονεύματά του, που δημοσιεύονται σήμερα για πρώτη φορά, ο Ροντρίγκο Γκαρσία γράφει πόσο πολύ υπέφερε ο πατέρας του από άνοια τα τελευταία χρόνια της ζωής του. Πόσο συγκινητική ήταν η κηδεία του, που διήρκεσε τρεις ημέρες, κατά τη διάρκεια των οποίων η τεφροδόχος βρισκόταν στο γραφείο του τυλιγμένη σε ένα κίτρινο μεταξωτό μαντήλι. "Aquí nadie llora” – Εδώ δεν κλαίμε – διέταξε η μητέρα του. Κάποιος παρατήρησε ότι ένας από τους χαρακτήρες του Μάρκες – η Ούρσουλα Ιγκουαράν από το «Εκατό Χρόνια Μοναξιά» - πέθανε επίσης Μεγάλη Πέμπτη. Και, όπως γίνεται συχνά σε ένα μυθιστόρημα, την ώρα του θανάτου του υπήρχε εκεί και ένα νεκρό πουλί, το οποίο πιθανότατα είχε χτυπήσει σε κάποιο τζάμι.
Είναι περιγραφές σαν κι αυτές που κάνουν το βιβλίο του Ροντρίγκο Μάρκες τόσο άξιο ανάγνωσης. Μεταξύ του Ρίο Γκράντε και της Γης του Πυρός ο πατέρας του ήταν κάτι σαν ποπ σταρ. Όταν μπήκε σε ένα εστιατόριο στην Πόλη του Μεξικού, όλοι οι παρευρισκόμενοι άρχισαν αυθόρμητα να χειροκροτούν. Στην Καλιφόρνια, από την άλλη πλευρά, ο Γκαρσία Μάρκες μπορούσε να δειπνήσει απαρατήρητος στα πολυτελή εστιατόρια του Λος Άντζελες. Συχνά τον αναγνώριζαν μόνο οι Λατίνοι παρκαδόροι, στέλνοντας ενίοτε κάποιον να αγοράσει επί τόπου ένα βιβλίο του, ώστε ο μετρ να τα υπογράψει μετά το δείπνο του. «Αυτό του έδινε πάντα τη μεγαλύτερη ευχαρίστηση», γράφει ο γιος του.
Επιμέλεια: Γιώργος Πασσάς