Συγκαλύπτει επαναπροωθήσεις η Frontex;
18 Μαρτίου 2022Σύμφωνα με δημοσίευμα στην ηλεκτρονική έκδοση του DER SPIEGEL που συνυπογράφουν τέσσερις δημοσιογράφοι - μεταξύ αυτών και ο ανταποκριτής του περιοδικού στην Ελλάδα -, η Ευρωπαϊκή Υπηρεσία για την Καταπολέμηση της Απάτης (OLAF) έχει πραγματοποιήσει έρευνα για τις επαναπροωθήσεις στο Αιγαίο, τα αποτελέσματα της οποίας θα μπορούσαν να εξαναγκάσουν σε παραίτηση τον εκτελεστικό διευθυντή της Frontex, Φαμπρίς Λετζερί. Μεταξύ άλλων διαβάζουμε: «Όλα δείχνουν ότι οι ερευνητές της OLAF διαθέτουν αναλυτικές αποδείξεις ότι η ηγεσία (management) της Frontex κατέβαλε προσπάθεια να συγκαλύψει τις επαναπροωθήσεις, παρά τις σχετικές αντιρρήσεις συνεργατών της. Εμπιστευτικές, αδημοσίευτες μέχρι σήμερα φωτογραφίες, που έχουν περιέλθει στην κατοχή του SPIEGEL και του (οργανισμού ερευνητικής δημοσιογραφίας) Lighthouse Reports, στηρίζουν αυτή τη διαπίστωση. Δείχνουν ότι ο Λετζερί είχε από νωρίς ξεκάθαρες αποδείξεις για τις παράνομες επαναπροωθήσεις».
Το γερμανικό περιοδικό δημοσιεύει συγκεκριμένη αναφορά για επαναπροώθηση που, όπως υποστηρίζει, έλαβε χώρα τον Απρίλιο του 2020 βόρεια της Λέσβου και στη συνέχεια αναφέρει: «Σύμφωνα με το καταστατικό της Frontex η υπηρεσία όχι μόνο δεν επιτρέπεται να παραβιάζει τα ανθρώπινα δικαιώματα, αλλά και υποχρεούται να αποτρέπει τέτοιες παραβιάσεις. Όμως ο Λετζερί έκανε το αντίθετο: ανέλαβε προσωπικά τη διερεύνηση και δεν χαρακτήρισε το περιστατικό ως ενδεχόμενη παραβίαση ανθρωπίνων δικαιωμάτων, παρότι οι συνεργάτες του έκαναν ξεκάθαρα λόγο για pushback, όπως προκύπτει από εσωτερικά έγγραφα της Frontex. Κατ' αυτόν τον τρόπο ο Λετζερί παρέκαμψε την υποχρέωση να ασχοληθεί με το περιστατικό η εντεταλμένη της Frontex για την προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων».
Τέλος, το δημοσίευμα αποκαλύπτει ότι το ζήτημα των επαναπροωθήσεων θα φτάσει για πρώτη φορά στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο: «Η ΜΚΟ Front-Lex προσέφυγε στο Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων εκπροσωπώντας τον Αλάα Χαμουντί, έναν νεαρό Σύρο, τον οποίο έλληνες συνοριοφύλακες έσυραν στη θάλασσα και άφησαν έκθετο σε μία σωστική σχεδία στα ανοιχτά της Σάμου στις 29 Απριλίου 2020. Σύμφωνα με έρευνα του SPIEGEL και του Lighthouse Reports τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή πέταξε από πάνω του ένα αεροσκάφος της Frontex. Η ομάδα των δικηγόρων Ομέρ Σατς, Ιφτάχ Κοέν και Αμάντα Μούσκο Έκλουντ απαιτεί να του καταβληθεί μισό εκατομμύριο ευρώ ως αποζημίωση».
Περί Ουκρανίας και «ιστορικής ευθύνης»
Είκοσι λεπτά κράτησε η ομιλία του Ουκρανού προέδρου Βολοντίμιρ Ζελένσκι στη γερμανική Βουλή, μέσω τηλεδιάσκεψης, το πρωί της Πέμπτης. Οι βουλευτές χειροκρότησαν, στη συνέχεια όμως δεν ασχολήθηκαν με την Ουκρανία, αλλά επέστρεψαν αμέσως στην ημερήσια διάταξη, συζητώντας το νομοσχέδιο περί υποχρεωτικού εμβολιασμού. Επικριτικά τα σχόλια γι' αυτήν την παράλειψη. «Μαύρη ημέρα για τον κυβερνητικό συνασπισμό, ντροπή για το Κοινοβούλιο» είναι ο τίτλος στο σχόλιο του αναπληρωτή αρχισυντάκτη της εφημερίδας Die Welt, Ρόμπιν Αλεξάντερ, ο οποίος σημειώνει: «Η αναθεώρηση της ιστορικά αποτυχημένης πολιτικής απέναντι στη Ρωσία, που ακολούθησε μία ολόκληρη γενιά πολιτικών στελεχών, θα χρειαστεί χρόνια. Θα μπορούσε όμως να αρχίσει σήμερα. Μόνο που το Κοινοβούλιο αρνήθηκε να δώσει απαντήσεις. Για να το πετύχει αυτό, η πλειοψηφία του κυβερνητικού συνασπισμού επιστράτευσε ένα κόλπο του κανονισμού της Βουλής, ορίζοντας ήδη το προηγούμενο βράδυ προ ημερησίας διατάξεως συζήτηση για την Ουκρανία, ώστε να μην μιλήσει για το ζήτημα την ώρα που όλα τα βλέμματα θα ήταν στραμμένα επάνω της». Στο ίδιο μήκος κύματος η αριστερή εφημερίδα Tageszeitung (TAZ) σημειώνει: «Μετά την ομιλία του Ζελένσκι το Κοινοβούλιο επέστρεψε στην ρουτίνα της ημερήσιας διάταξης. Δεν συζητήθηκε ο πόλεμος στην Ουκρανία, η ευθύνη της Γερμανίας και το ερώτημα τι είμαστε διατεθειμένοι να κάνουμε για να σταματήσει ο πόλεμος, αντ' αυτού συζητήθηκε ο υποχρεωτικός εμβολιασμός. Αυτό δείχνει έλλειψη αξιοπρέπειας».
Διεισδυτική παρατήρηση από την Süddeutsche Zeitung: «Δεν ήταν καταγγελία, αλλά ερώτημα η αποστροφή στην ομιλία του Ζελένσκι, που θα άξιζε να προκαλέσει συζήτηση στην Ομοσπονδιακή Βουλή: Ποια είναι η αξία της ιστορικής ευθύνης; Τι σημαίνει αυτός ο πόλεμος για τη Γερμανία, καθώς σύντομα συμπληρώνονται 80 χρόνια από το τέλος του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, που με τόση σκληρότητα είχαν διεξαγάγει οι Γερμανοί εναντίον των Ρώσων, αλλά και των Ουκρανών; Γιατί η φράση ‘Ποτέ πια Άουσβιτς' δικαιολογούσε τη συμμετοχή της Γερμανίας σε πόλεμο το 1999, αλλά δεν την δικαιολογεί το 2022, όταν η Ρωσία επιχειρεί να αφανίσει έναν ολόκληρο λαό, όπως λέει ο Ζελένσκι; Αυτό που κάνουμε είναι αρκετό ή μόνο ό,τι μας φαίνεται εφικτό; Ποια είναι για μας η αξία της ειρήνης και της ελευθερίας, την οποία δεν θα μπορούσαμε να απολαύσουμε, εάν δεν είχαν επέμβει κάποιοι άλλοι; Αυτά είναι τα ερωτήματα που απευθύνονται στη Γερμανία, στους πολίτες και στην πολιτική τάξη».
Δύσκολη η «επίδειξη αλληλεγγύης»
Ιδιαίτερα επικριτικό και το σχόλιο από την ελβετική εφημερίδα Neue Zürcher Zeitung (NZZ): «Φαίνεται ότι η πλειοψηφία των βουλευτών δυσκολεύεται πολύ να αποχωριστεί το παλαιό τελετουργικό της εξωτερικής πολιτικής στην μεταπολεμική Ομοσπονδιακή Γερμανία. Ως εκπρόσωποι ενός ιστορικά εξαγνισμένου έθνους λατρεύουν να συνυπογράφουν διακηρύξεις αλληλεγγύης, αλλά δεν θέλουν να βρωμίσουν τα χέρια τους με αλληλεγγύη. Σπεύδουν από τους πρώτους να υποδείξουν τα ελλείμματα δημοκρατίας σε άλλες χώρες. Αλλά όταν τους τα ψέλνουν οι άλλοι, τότε η μόνη τους αντίδραση είναι να κοιτούν αποσβολωμένοι και συγκινημένοι».
Γιάννης Παπαδημητρίου