(Πρώην) Γιουγκοσλάβοι γκασταρμπάιτερ στη Γερμανία
25 Σεπτεμβρίου 2012
«Είμαι γκασταρμπάιτερ κι έμεινα εδώ επειδή εδώ ζουν τα παιδιά μου. Τα όνειρα της επιστροφής έχουν διαλυθεί προ πολλού.» Έτσι αυτοσυστήνεται ο Ντράγκαν Πρίμπιτς. Η ιστορία του είναι πανομοιότυπη με τη μοίρα πολλών μεταναστών της πρώτης γενιάς από την πρώην Γιουγκοσλαβία.
Σήμερα είναι 62 χρονών, αλλά στη Γερμανία ήρθε από το Βελιγράδι το 1970. Τα χρόνια που είχαν προηγηθεί η γερμανική οικονομία αναπτυσσόταν με ταχύτατους ρυθμούς και υπήρχε ανάγκη εργατικών χεριών. Η Γερμανία είχε κλείσει συμφωνία προσέλκυσης εργατικού δυναμικού ήδη το 1955 με την Ιταλία, ακολούθησαν η Ισπανία, η Ελλάδα, η Τουρκία, η Πορτογαλία και το 1968 η Γιουγκοσλαβία. Ο Ντράγκαν Πρίμπιτς έφθασε στη Φραγκφούρτη. Ήταν τεχνικός, δεν ήξερε λέξη γερμανικά, αλλά αυτό δεν είχε ιδιαίτερη σημασία στην αρχή: «Τότε σκόπευα να μείνω μέχρις ότου μαζέψω τα λεφτά για ένα αυτοκίνητο, δηλαδή ένα ή δυο χρόνια.»
Δουλεύοντας με τις βαλίτσες παρά πόδα
Έτσι σκέφτονταν τότε πολλοί, εξηγεί ο Λέο Μοντς, διευθυντής του τομέα μετανάστευσης στη Γερμανική Ομοσπονδία Συνδικάτων (DGB): „Οι ξένοι εργαζόμενοι δεν έρχονταν με την προοπτική να εγκατασταθούν μόνιμα στη Δυτική Γερμανία. Πάντα σκέφτονταν την επιστροφή.» Γι αυτό ακριβώς και πολλοί δεν έπαιρναν μαζί τις οικογένειές τους. Και όταν ήταν στη Γερμανία και οι δυο γονείς, άφηναν τα παιδιά τους «στην πατρίδα». Στον παππού και τη γιαγιά στη Γιουγκοσλαβία.
Κατά κανόνα οι μετανάστες από τη Γιουγκοσλαβία έβρισκαν δουλειά. Σε αντίθεση με τους περισσότερους άλλους γκασταρμπάιτερ ήταν καλά εκπαιδευμένοι, πολλοί ήταν τεχνίτες. Οι Γερμανοί εργοδότες ήταν ευχαριστημένοι μαζί τους, προσθέτει ο Λέο Μοντς.
Άλλον ένα χρόνο, και μετά άλλον ένα
Και ο Ντράγκαν Πρίμπιτς βρήκε γρήγορα μια θέση σαν ηλεκτρολόγος, έμαθε να μιλάει γερμανικά και γνώρισε τη μέλλουσα γυναίκα του. Όλα πήγαιναν θαυμάσια, αγόρασε το πρώτο του αυτοκίνητο, αλλά και οι απαιτήσεις του αυξήθηκαν: «Σκέφτηκα μετά μήπως θα ήταν καλό να έχω κι ένα διαμερισματάκι, ακολούθησε ένα μεγάλο διαμέρισμα, στο τέλος το σπίτι. Αν τότε μου έλεγε κάποιος ότι θα έμενα στη Γερμανία 50 χρόνια, θα τον περνούσα για τρελό.»
Σε αντίθεση με άλλους ξένους εργαζόμενους, οι Γιουγκοσλάβοι υποστηρίζονταν από το επίσημο κράτος στην πατρίδα τους. Για παράδειγμα πολλά γιουγκοσλαβικά κλαμπ και σύλλογοι στη Γερμανία είχαν ιδρυθεί με τη βοήθεια της γιουγκοσλαβικής πρεσβείας και των πολλών προξενείων και στη συνέχεια στηρίζονταν συνειδητά, επισημαίνει ο Λέο Μοντς. Τα γερμανικά συνδικάτα έβλεπαν με καχυποψία αυτή την κηδεμόνευση: «Από την άλλη βέβαια βρίσκαμε στη γιουγκοσλαβική κυβέρνηση ένα συνομιλητή που ένιωθε υπεύθυνος για τα αιτήματα αυτών των ανθρώπων.»
Σε κλειστό κύκλο
Οι «προσωρινοί εργάτες», όπως αποκαλούνταν επίσημα, δούλευαν όλη την ημέρα και τα βράδια πήγαιναν στις λέσχες τους. Σήμερα θα λέγαμε ότι ζουν σε μια παράλληλη κοινωνία. «Μόνο λίγοι γκασταρμπάιτερ της πρώτης γενιάς εντάχθηκαν πραγματικά στη γερμανική κοινωνία. Λέγαμε πως είμαστε εδώ μόνο για λίγο, ότι δεν χρειαζόμασταν πολλά πάρε-δώσε με τους Γερμανούς, ότι δεν έπρεπε να δραστηριοποιούμαστε πολιτικά», θυμάται ο Πρίμπιτς.
Η εναλλαγή του εργατικού δυναμικού, δηλαδή η μια φουρνιά να φέυγει μετά από λίγα χρόνια και στη θέση της να έρχεται η επόμενη, δεν λειτούργησε ποτέ πραγματικά. Από τη μια πολλοί γκασταρμπάιτερ δεν ήθελαν οι ίδιοι να γυρίσουν στις πατρίδες τους που παρέμεναν φτωχές, κι από την άλλοι οι Γερμανοί εργοδότες τους δεν ήθελαν να χάσουν το δυναμικό που είχε ήδη προσαρμοστεί. Κι έτσι οι προσωρινοί εργαζόμενοι εξελίχθηκαν μακροπρόθεσμα σε μετανάστες που σιγά-σιγά έφερναν και τις οικογένειές τους στη Γερμανία. Ήταν τότε που ο συγγραφέας Μαξ Φρις είχε πει: «Φωνάξαμε εργατικό δυναμικό και ήρθαν άνθρωποι».
Ο πόλεμος άλλαξε τα πάντα
Αυτή είναι και η ιστορία της οικογένειας Πρίμπιτς: Σύντομα έκαναν το πρώτο τους παιδί, μετά το δεύτερο. «Στην αρχή θέλαμε να μείνουμε μέχρι να πάνε τα παιδιά σχολείο, και μετά να περιμένουμε μέχρι να τελειώσουν το σχολείο. Στο μεταξύ γεράσαμε και βγήκαμε στη σύνταξη», λέει ο Πρίμπιτς.
Ακόμα και μετά το 1973, οπότε σταμάτησε η προσέλκυση ξένων εργατών, ο αριθμός των Γιουγκοσλάβων συνέχισε να αυξάνει συστηματικά, επειδή έφερναν σιγά-σιγά και τις οικογένειές τους. Και όταν το 1991 ξέσπασε ο πόλεμος στη Γιουγκοσλαβία, ο αριθμός διογκώθηκε μεμιάς. Οι μετανάστες έφερναν όσο γινόταν πιο γρήγορα τις οικογένειές τους, ενώ στη Γερμανία άρχισαν να καταφθάνουν και οι πρόσφυγες.
Ο πόλεμος μετέτρεψε ξαφνικά τους Γιουγκοσλάβους σε Κροάτες, Σέρβους, Βόσνιους ή Σλαβομακεδόνες. Αναρίθμητα γιουγκοσλαβικά εστιατόρια και σύλλογοι έκλειναν μέσα σε μια νύχτα για να ξανανοίξουν την επομένη υπό άλλο σημαία και με νέο όνομα. «Ξαφνικά οι εθνικές αυτές διαφορές απέκτησαν τέτοια σημασία, ώστε να οδηγήσουν σε πολεμικές συρράξεις. Είχαμε συγκλονιστεί», θυμάται ο Λέο Μοντς. Γι αυτόν και για τον περισσότερο κόσμο στη Γερμανία οι διαφορές αυτές ήταν εντελώς ασήμαντες και ο πόλεμος ένας γρίφος.
Οι βαλίτσες άνοιξαν οριστικά
Στο μεταξύ ζει στη Γερμανία η δεύτερη και τρίτη γενιά των ανθρώπων που είχαν έρθει από την πρώην Γιουγκοσλαβία και τα διάδοχα κράτη. Ο συνολικός τους αριθμός εκτιμάται στο ενάμιση εκατομμύριο. Πολλοί απ’ αυτούς έχουν στο μεταξύ γερμανικό διαβατήριο.
Οι νεώτεροι θεωρούνται καλά ενταγμένοι στην κοινωνία, πολλοί από τους παλιούς έχασαν την κατάλληλη στιγμή για την επιστροφή. Θα μείνουν μέχρι τέλους στη Γερμανία, όπως ο Ντράγκαν Πρίμπιτς. Είναι 62 χρονών, αλλά πάντα δραστήριος. Πριν από μερικά χρόνια εκλέχθηκε τιμητικά «πρεσβύτερος» στην Ομοσπονδία Γερμανών Συνταξιούχων. Δουλειά του είναι να συμβουλεύει δωρεάν μετανάστες από την πρώην Γιουγκοσλαβία για τα συνταξιοδοτικά τους δικαιώματα. Συχνά συμβουλεύει συμπατριώτες του που ακριβώς όπως κι ο ίδιος ήρθαν προσωρινά σαν γκασταρμπάιτερ πριν από δεκαετίες κι έμειναν εδώ για πάντα μαζί με τα παιδιά τους.