Οι Ρώσοι σφυροκοπούν το Λισιτσάνσκ
29 Μαΐου 2022Όποιος έρχεται στο Λισιτσάνσκ της ανατολικής Ουκρανίας, καλό είναι να οδηγεί με τη μέγιστη δυνατή ταχύτητα. Κλήση για υπερβολική ταχύτητα αποκλείεται να πάρει. Αλλά όταν αργοπορεί, κινδυνεύει με πολύ χειρότερη τιμωρία, καθώς γίνεται εύκολος στόχος για τα ρωσικά πυρά. Στον αποκαλούμενο «δρόμο της ζωής», λόγω της στρατηγικής σημασίας του για την παροχή ανθρωπιστικής βοήθειας στην περιοχή, οι Ρώσοι προσπαθούν να αποκτήσουν τον έλεγχο, με στόχο να περικυκλώσουν τις γειτονικές πόλεις Λισιτσάνσκ και Σεβεροντονέτσκ.
Στοιχειωμένη πόλη θυμίζουν οι δρόμοι στην άλλοτε πολύβουη βιομηχανική πόλη της Ουκρανίας. Πριν αρχίσει ο πόλεμος στο Λισιτσάνσκ ζούσαν 100.000 άνθρωποι. Σήμερα η εικόνα μοιάζει με την αντίστοιχη της πόλης Πριπιάτ, που είχε εκκενωθεί μετά τον πυρηνικό όλεθρο του Τσερνομπίλ. Με τη διαφορά όμως ότι στην Πριπιάτ δεν έγιναν καταστροφές, ενώ αντιθέτως στο Λισιτσάνσκ, σε κάθε γωνιά της πόλης, χάσκουν κατεστραμμένα και εγκαταλελειμμένα κτίρια, καταστήματα, φαρμακεία.
Οι σειρήνες του αντιαεροπορικού συναγερμού έχουν σιγήσει, όχι γιατί σταμάτησαν οι επιθέσεις, αλλά γιατί δεν υπάρχει ρεύμα. Ρωσικά πυρά σφυροκοπούν την πόλη, ανά πάσα στιγμή μπορεί να χτυπήσουν χωρίς προειδοποίηση, οι άνθρωποι δεν προλαβαίνουν να τρέξουν στα καταφύγια. Η μόνη προειδοποίηση είναι η ίδια η έκρηξη. Όποιος ακούσει μία έκρηξη ή ένα σφύριγμα, πρέπει αμέσως να πέσει στο έδαφος, αυτός είναι ο μοναδικός τρόπος για να προστατευθεί κάπως.
Αγώνας για την επιβίωση
Στο Λισιτσάνσκ το μόνο κτίριο που φαίνεται ακόμη να προσελκύει κόσμο είναι το «κέντρο ανθρωπιστικής βοήθειας». Λίγες δεκάδες άνθρωποι, κυρίως ηλικιωμένοι, συγκεντρώνονται στην είσοδο. Κάποιοι περιμένουν το λεωφορείο που θα τους οδηγήσει σε ασφαλέστερο μέρος, έξω από την πόλη, άλλοι απλώς ελπίζουν να προμηθευτούν λίγο νερό. Τα δίκτυα ηλεκτροδότησης και υδροδότησης δεν λειτουργούν, ούτε η παροχή φυσικού αερίου. Αλλά και το δίκτυο κινητής τηλεφωνίας έχει καταρρεύσει στο Λισιτσάνσκ.
Η Βίρα Παβλίνα περιμένει ώρες για λίγο πόσιμο νερό. Το φορτηγό έρχεται κάθε δύο ή τρεις μέρες. «Προκαλεί τρόμο αυτή τη βουή πάνω από το κεφάλι σου», λέει η 75χρονη γυναίκα. «Δεν είναι ζωή αυτή, κρυβόμαστε στα υπόγεια και μόνο την ημέρα βγαίνουμε έξω για λίγες ώρες». Προτιμά όμως να μην μιλήσει για τις πολιτικές εξελίξεις, όπως και οι περισσότεροι κάτοικοι της πόλης, που φοβούνται ότι θα υποστούν διώξεις, σε περίπτωση που το Λισιτσάνσκ πέσει στα χέρια των Ρώσων. «Πολλά είπα, θα με εκτελέσουν», λέει γελώντας, αλλά ξαφνικά την πιάνουν τα κλάματα. «Ποιος θα φροντίσει τη γάτα;» λέει. «Είναι η γάτα των παιδιών...»
Κάθε επίσκεψη προκαλεί μεγάλη χαρά
Τα παιδιά της Βίρα έχουν καταφύγει στην πόλη Ντνίπρο. Δεν κατάφεραν να πείσουν τη μητέρα τους να τους ακολουθήσει. Και αυτό γιατί, όπως λέει η ίδια, «πώς θα ζήσω εκεί πέρα; Από τη σύνταξή μου; Τίποτα δεν θα μου μείνει αν πρόκειται να νοικιάσω σπίτι για να μείνω». Περίπου 20.000 άνθρωποι έχουν παραμείνει στο Λισιτσάνσκ. Στο Σεβεροντονέτσκ, στην άλλη όχθη του ποταμού, που δέχεται ακόμη περισσότερες ρωσικές επιθέσεις, απέμειναν το πολύ 13.000. Πολλοί είναι συνταξιούχοι.
Ξαφνικά εμφανίζεται ένα μικρό παιδί, δεν θα είναι ούτε πέντε χρονών. Προσφέρει γλυκίσματα, που έχει ξετυλίξει από τα πακέτα ανθρωπιστικής βοήθειας. Μετά από τρεις μήνες στο υπόγειο τα παιδιά χαίρονται που βλέπουν έναν επισκέπτη. Πώς περνάει ο χρόνος τους; «Ζωγραφίζουμε και κάνουμε τα μαθήματά μας» λέει ένα κοριτσάκι. Ένα αγόρι έχει άλλη γνώμη: «Όταν ξανάρθει το φως, τότε θα αρχίσουμε να διαβάζουμε ουκρανικά και μαθηματικά». Οι γονείς τους αποφάσισαν να μην εγκαταλείψουν το Λισιτσάνσκ, λένε τα παιδιά, γιατί δεν ήταν σίγουροι ότι εκτός πόλης θα ήταν όλοι πιο ασφαλείς.
«Οι Ρώσοι καταστρέφουν τις πόλεις»
Όσοι έμειναν πίσω, έχουν ανάγκη ανθρωπιστικής βοήθειας. Τρόφιμα πωλούνται μόνο με μετρητά, αλλά τα ΑΤΜ δεν λειτουργούν, ενώ η τροφοδοσία γίνεται όλο και πιο δύσκολη. Παρότι η πόλη βρίσκεται υπό ουκρανικό έλεγχο, πολλά φορτηγά αποφεύγουν το Λισιτσάνσκ, καθώς οι οδηγοί φοβούνται τις ρωσικές επιθέσεις, ενώ δεν λείπουν και οι σαμποτέρ. «Επί τρεις μήνες προσπαθούμε να πείσουμε τον κόσμο να εγκαταλείψει την πόλη, γιατί οι Ρώσοι θα την καταστρέψουν», λέει ο στρατιωτικός διοικητής της επαρχίας του Λουχάνσκ, Σερχίι Χαϊντάϊ. «Και δέκα άνθρωποι να έρθουν τώρα για να μας πουν ότι θέλουν να φύγουν, θα προσπαθήσουμε να τους βοηθήσουμε, άλλωστε είναι δικοί μας, είναι Ουκρανοί».
«Θέλουμε να ζήσουμε»
Μία μικρή ομάδα, που θέλει να φύγει από το Λισιτσάνσκ, έχει φτάσει στο «κέντρο ανθρωπιστικής βοήθειας». Οι περισσότεροι περιμένουν μέσα στο κτίριο. Οι εθελοντές που συνοδεύουν αυτούς τους ανθρώπους θεωρούν ότι είναι επικίνδυνο να περιμένουν στον δρόμο. Δεν λείπουν όμως και εκείνοι που αψηφούν τους κινδύνους. Έχουν έρθει από τον οικισμό Μπιλοχορίβκα, όπου οι μάχες μαίνονται με μεγάλη ένταση, λένε μαλιστα ότι είναι «σχετικά ήσυχα» τα πράγματα στο Λιτσιτσάνσκ. Γιατί όμως αποφάσισαν μόλις τώρα να εγκαταλείψουν την περιοχή; «Στην αρχή νομίζαμε ότι όλα αυτά θα τελειώσουν γρήγορα» λέει η Χαλίνα, μία συνταξιούχος. «Αλλά τώρα φοβόμαστε κι εμείς. Θέλουμε να ζήσουμε».
Η Χαλίνα έχει μπροστά της ένα επικίνδυνο ταξίδι μέχρι την πόλη Μπαχμούτ, στην περιφέρεια Ντονιέτσκ. Όσοι μείνουν στο Λισιτσάνκ, θα πρέπει να υπομείνουν τις συνεχείς επιθέσεις, χωρίς να έχουν τροφή και νερό, χωρίς να ξέρουν αν η πόλη τους θα καταληφθεί τελικά από τους Ρώσους. Ωστόσο, κάποιοι δεν χάνουν την αισιοδοξία τους. Μία γυναίκα βγαίνει από το καταφύγιο για να πάρει λίγο αέρα και θέλει, λέει, να στείλει μήνυμα στους ουκρανούς στρατιώτες: «Πείτε στα αγόρια μας να τους κυνηγήσουν μέχρι την κόλαση. Εδώ είναι Ντονμπάς, εδώ γεννήθηκα, όλα θα πάνε καλά...»
Μικόλα Μπέρντνικ
Επιμέλεια: Γιάννης Παπαδημητρίου