«Ισχυρότερη η Αλ Κάιντα μετά τον πόλεμο του Ιράκ», εκτιμά το Διεθνές Ινστιτούτο Στρατηγικών Μελετών στην ετήσια έκθεσή του
26 Μαΐου 2004Ισχυρότερη και όχι αποδυναμωμένη είναι σήμερα και μετά τον πόλεμο του Ιράκ η τρομοκρατική οργάνωση Αλ Κάιντα του Οσάμα Μπιν Λάντεν. Αυτό είναι το βασικό συμπέρασμα της ετήσιας έκθεσης του Διεθνούς Ινστιτούτου Στρατηγικών Μελετών στο Λονδίνο, που δόθηκε χθες στη δημοσιότητα. Σύμφωνα με αυτήν οι επιθέσεις στη Μαδρίτη, την Κων/πολη και τη Σαουδική Αραβία απέδειξαν με τον πλέον παραδειγματικό τρόπο ότι το «δίκτυο των δικτύων», όπως αναφέρεται, είναι σε πλήρη ετοιμότητα, όντας σε θέση να πραγματοποιήσει ανά πάσα στιγμή νέο χτύπημα. Οπως επισημαίνουν οι ειδικοί πιθανότεροι στόχοι είναι ευρωπαϊκές πόλεις, κυρίως δε η Μεγάλη Βρετανία και οι χώρες της Νότιας Ευρώπης, συμπεριλαμβανομένου και της Αθήνας ενόψει των Ολυμπιακών Αγώνων.
«Στο μεταξύ της αρκούν οι επιθέσεις εναντίον ‘εύκολων στόχων’, δηλαδή κατά Αμερικανών, Ευρωπαίων, Ισραηλινών και η παροχή βοήθειας στους Ιρακινούς αντάρτες», διαβάζουμε στην έκθεση, στην οποία επισημαίνεται επίσης ότι η Αλ Κάιντα παραμένει μία «βιώσιμη και αποτελεσματική οργάνωση ομπρέλα».
Παρουσιάζοντας την έκθεση ο διευθυντής του Ινστιτούτου Τζον Τσίπμαν επεσήμανε ότι θα πρέπει να αναμένουμε «τρομοκρατικές επιθέσεις κυρίως στη Βόρεια Αμερική και την Ευρώπη, χωρίς να αποκλείεται μάλιστα και η χρήση όπλων μαζικής καταστροφής».
Σύμφωνα με το Διεθνές Ινστιτούτο Στρατηγικών Μελετών η Αλ Κάιντα διαθέτει σήμερα περισσότερους από 18.000 μαχητές έτοιμους για δράση. Η εισβολή και η συνεχιζόμενη κατοχή από τις συμμαχικές δυνάμεις στο Ιράκ επιτάχυνε τους βαθμούς στρατολόγησης στις τάξεις της οργάνωσης του Οσάμα Μπιν Λάντεν. Μπορεί η Αλ Κάιντα να έχασε τη βάση της μετά την ανατροπή του καθεστώτος των Ταλιμπάν στο Αφγανιστάν, ωστόσο έκτοτε έχει προσαρμοσθεί στα νέα δεδομένα και έγινε περισσότερο αποκεντρωμένη απλώνοντας στο μεταξύ τα δίχτυα της σε περισσότερες από 60 χώρες ανά τον κόσμο.
Οσον αφορά τώρα τα οικονομικά της Αλ Κάιντα: Σύμφωνα με την έκθεση διαθέτει επαρκείς πόρους, ενώ τα μεσαία στελέχη της παρέχουν ειδικές γνώσεις σε ισλαμιστές μαχητές σε όλο τον κόσμο και η δύναμη του Μπιν Λάντεν να προσελκύει οπαδούς είναι σήμερα μεγαλύτερη από ποτέ.
Στην έκθεση του Ινστιτούτου αναδεικνύεται και μία ακόμη πτυχή: Σε πολιτικό επίπεδο έχει δημιουργηθεί μετά τον πόλεμο στο Ιράκ ένα ρήγμα στις σχέσεις ΗΠΑ και Ευρώπης, με μοναδική εξαίρεση τη Μεγάλη Βρετανία. Ο πόλεμος και κυρίως η επόμενη ημέρα επανέφεραν το ερώτημα κατά πόσον είναι αποτελεσματικό ένα προληπτικό χτύπημα για να σταματήσει η διάδοση όπλων μαζικής καταστροφής.
Το ενδεχόμενο αποτυχίας στο Ιράκ, με την εγκαθίδρυση για παράδειγμα μίας νέας δικτατορίας είναι ο εφιάλτης των ΗΠΑ και γενικότερα της Δύσης. Σε περίπτωση που το Ιράκ δεν τα καταφέρει τα επόμενα χρόνια οι ΗΠΑ θα χαρακτηρισθούν αυτόματα και αμετάκλητα ως οι επιτιθέμενοι. Την ίδια ώρα η Ουάσιγκτον δεν έχει καταφέρει να βρει μία ισορροπία ανάμεσα στην άσκηση εξουσίας και στη διατήρηση του προφίλ της.
Για να επαναποκτήσουν οι ΗΠΑ την χαμένη αξιοπιστία τους, σύμφωνα πάντα με την έκθεση και τον πρόεδρο του Ινστιτούτου Τσίπμαν, η κυβέρνηση Μπους θα πρέπει να παρουσιάσει ένα αποτελεσματικό και βιώσιμο σχέδιο μεταβίβασης της εξουσίας στους Ιρακινούς αναπτύσσοντας μία στρατηγική που θα στηρίζεται στη βοήθεια της διεθνούς κοινότητας:
«Οι επόμενες έξι εβδομάδες, οι επόμενοι έξι μήνες θα είναι μία μεγάλη δομικασία για την ισχύ και το κύρος της συμμαχίας», δήλωσε ο κ. Τσίπμαν.