Η Γερμανία χάνει την οικονομική της ευρωστία
7 Απριλίου 2023Ο χειμώνας ήταν ήπιος και η κατανάλωση ενέργειας χαμηλότερη από όσο φοβόντουσαν πολλοί. Αντί για την αναμενόμενη ύφεση, προβλέπεται μια μικρή οικονομική αύξηση της τάξης του 0,3%. «Η οικονομική υποχώρηση κατά το περασμένο χειμερινό εξάμηνο είναι πιθανό να είναι λιγότερο σοβαρή από ό,τι υπολογιζόταν το φθινόπωρο», εξηγεί ο Τίμο Βολμερσχόιζερ, καθηγητής στο Ινστιτούτο Οικονομικών Ερευνών Ifo του Πανεπιστημίου του Μονάχου.
Το Ινστιτούτο Ifo ανήκει στην ομάδα των τεσσάρων κορυφαίων γερμανικών ινστιτούτων οικονομικών ερευνών που συντάσσουν έκθεση δύο φορές τον χρόνο για λογαριασμό της γερμανικής κυβέρνησης, ενώ φέτος συμμετέχει και ένα ερευνητικό ινστιτούτο από την Αυστρία. Τα στοιχεία που υπολογίζει το καθένα από αυτά είναι σημαντικά για την εκτίμηση των φορολογικών εσόδων και την κατάρτιση του προϋπολογισμού της ομοσπονδιακής κυβέρνησης.
Η γερμανική οικονομία υπέστη μόνο περιορισμένη ζημία
Παρ’ όλο που τα βιβλία παραγγελιών των εταιρειών ήταν γεμάτα, οι γενικές συνθήκες δεν ήταν ευνοϊκές. «Οι διαρκείς δυσκολίες εφοδιασμού, οι έντονες αυξήσεις τιμών στην ενέργεια, καθώς και η έλλειψη εργατικού δυναμικού, επίσης λόγω των εξαιρετικά υψηλών ποσοστών ασθενείας, μείωσαν τις παραγωγικές δυνατότητες της γερμανικής οικονομίας και εμπόδισαν μια ισχυρότερη αύξηση του εγχώριου προϊόντος», λέει ο Βολμερσχόιζερ.
Για το 2024, τα ινστιτούτα αναμένουν μία ανάπτυξη 1,5%. Αυτό βέβαια δεν είναι σίγουρο, διότι οι γεωπολιτικές εντάσεις και οι χαμηλές θερμοκρασίες θα μπορούσαν να προκαλέσουν εκ νέου άλματα στις τιμές ανά πάσα στιγμή. «Ο κίνδυνος ελλείψεων τον προσεχή χειμώνα εξακολουθεί να υφίσταται», επισημαίνει ο Βολμερσχόιζερ, ενώ για τις μεσοπρόθεσμες προοπτικές τονίζει πως «σύμφωνα με τις εκτιμήσεις μας, ο μέσος ρυθμός ανάπτυξης της γερμανικής οικονομίας θα είναι μόνο περίπου 0,5% προς το τέλος της δεκαετίας».
Το τέλος της ανάπτυξης
Όλα αυτά φανερώνουν ότι οι εποχές των παχιών αγελάδων στη Γερμανία έχουν τελειώσει, σύμφωνα με τις προβλέψεις. Τα αίτια εντοπίζονται λιγότερο στις συνέπειες της πανδημίας και του πολέμου στην Ουκρανία και περισσότερο στη γήρανση της κοινωνίας, τον πολύ μικρό αριθμό εργαζομένων και, κυρίως, την απομάκρυνση από το φυσικό αέριο, το πετρέλαιο και τον άνθρακα, η οποία οδηγεί αρχικά σε υψηλότερες τιμές ενέργειας.
Η φθηνή ορυκτή ενέργεια έχει αποτελέσει τη βάση για το επιτυχημένο γερμανικό επιχειρηματικό μοντέλο. Τώρα όλα είναι διαφορετικά. Το ρωσικό φυσικό αέριο αντικαταστάθηκε από ακριβές προμήθειες και παραλλήλως έχει συνειδητοποιηθεί πως, πλέον, είναι αναγκαία η τάχιστη μετάβαση σε φιλικές προς το κλίμα μορφές ενέργειας.
Ο Στέφαν Κόοτς, καθηγητής στο Ινστιτούτο του Κιέλου για την Παγκόσμια Οικονομία, χρησιμοποιεί ένα εύληπτο σχήμα λόγου: «Οι προοπτικές ανάπτυξης της γερμανικής οικονομίας μπορούν να συγκριθούν με την ταχύτητα μιας άμαξας, όπου ο αριθμός των ζώων έλξης μειώνεται, όπως και η τροφή τους, αλλά ταυτοχρόνως περισσότεροι επιβάτες θέλουν να ταξιδέψουν με αυτήν».
Στην παρούσα κατάσταση, είναι σημαντικό να «λαδώσουμε τους τροχούς και να απαλλαγούμε από το βάρος». Αυτό θα μπορούσε να γίνει, για παράδειγμα, με τη μείωση «της υψηλής φορολογικής επιβάρυνσης» ή μέσω της μετανάστευσης ειδικευμένων εργαζομένων, εξηγεί ο Κόοτς. Τα κρατικά προγράμματα τόνωσης της οικονομίας, από την άλλη πλευρά, δεν θα βοηθούσαν, αλλά θα ήταν - για να μείνουμε στο σχήμα του λόγου – «τίποτα περισσότερο από ένα μαστίγιο», που θα παρείχε μόνο βραχυπρόθεσμη τόνωση.
Οι επιδοτήσεις μόνο επιβραδύνουν
Οι επιστήμονες θεωρούν λανθασμένη τη συζήτηση για τη μείωση του κόστους της βιομηχανικής ηλεκτρικής ενέργειας. Αν και η ασφάλεια και το κόστος του ενεργειακού εφοδιασμού αποτελούν σημαντικούς παράγοντες, η ενεργειακή μετάβαση δεν μπορεί να επιτευχθεί χωρίς έναν ελεγκτικό «μηχανισμό τιμών». «Η επίτευξη των κλιματικών στόχων απαιτεί τεράστιες προσπάθειες για την ενεργειακή απόδοση και η εμπειρία του περασμένου έτους έχει δείξει ότι η τιμή της ενέργειας μπορεί να αποτελέσει ένα πραγματικά κατάλληλο μέσο για την αύξηση της απόδοσης αυτής», λέει ο Βολμερσχόιζερ.
Οι οικονομολόγοι απορρίπτουν σαφώς την πολιτική υπόσχεση πως η αναδιάρθρωση της οικονομίας προς την κατεύθυνση της κλιματικής ουδετερότητας θα δώσει πρόσθετη οικονομική ώθηση. Οι παραγωγικές ικανότητες της οικονομίας θα ανασυγκροτηθούν. «Δεν υπάρχει διπλό μέρισμα - μεγαλύτερη προστασία του κλίματος και ένα αναπτυξιακό θαύμα. Δυστυχώς, αυτό είναι μια ψευδαίσθηση», σχολιάζει ο Κόοτς.
Οι τιμές παραμένουν υψηλές
Έτσι, η βελτίωση άλλων συνθηκών καθίσταται πολύ σημαντική, συμπεριλαμβανομένης ιδίως της μείωσης του πληθωρισμού. Τα ινστιτούτα αναμένουν ότι η κατάσταση θα βελτιωθεί μονάχα από το επόμενο έτος, όταν και ο πληθωρισμός θα υποχωρήσει στο 2,4%, δίνοντας ώθηση στην ιδιωτική κατανάλωση από το δεύτερο εξάμηνο του έτους και μετά, καθώς τότε θα αυξηθούν και πάλι οι πραγματικοί μισθοί.
Τα ινστιτούτα θεωρούν τη βιομηχανία ως πυλώνα της οικονομίας, η οποία θα επωφεληθεί από την άμβλυνση των προβλημάτων εφοδιασμού και τη φθηνότερη ενέργεια. Ο κατασκευαστικός κλάδος, από την άλλη πλευρά, θα επιβραδυνθεί. «Η ζήτηση θα παραμείνει αδύναμη, ιδίως στις κατασκευές κατοικιών, λόγω του ότι, επιπλέον, η Ε.Κ.Τ. θα αυστηροποιήσει περαιτέρω τη νομισματική της πολιτική και, συνεπώς, το κόστος χρηματοδότησης θα συνεχίσει να αυξάνεται», λέει ο Βολμερσχόιζερ.
Ευνοϊκές συγκυρίες για τους εργαζόμενους
Τα ινστιτούτα έχουν καλά νέα για την αγορά εργασίας. Ο αριθμός των απασχολουμένων αναμένεται να αυξηθεί κι άλλο το επόμενο έτος, περίπου στα 46 εκατομμύρια. Ωστόσο, ο αριθμός των ανέργων είναι πιθανό να αυξηθεί προσωρινά σχεδόν στα 2,5 εκατομμύρια φέτος, καθώς οι Ουκρανοί πρόσφυγες δεν θα μπορέσουν να εισέλθουν απευθείας στην αγορά εργασίας. Το 2024, η ανεργία θα μειωθεί και πάλι στα 2,4 εκατομμύρια.
Οι συγκυρίες θα είναι ευνοϊκές για τους εργαζόμενους, καθώς είναι πιθανό να έχουν «το πάνω χέρι» στις συλλογικές διαπραγματεύσεις τα επόμενα χρόνια. «Επομένως, ενδέχεται να δούμε σημαντικές αυξήσεις μισθών», λέει ο Κόοτς. Σε περιόδους έλλειψης ειδικευμένων εργαζόμενων και δημογραφικών μεταβολών, οι εταιρείες πρέπει «να ανταποκρίνονται πολύ περισσότερο στις επιθυμίες του εργατικού δυναμικού, προκειμένου να παραμείνουν ελκυστικές».
Οι τράπεζες ως παράγοντας κινδύνου
Η παγκόσμια οικονομία χαρακτηρίζεται στην εαρινή έκθεση ως «ακόμη αδύναμη». Η «ιστορικά ασυνήθιστη» αύξηση των επιτοκίων, η οποία θα εξακολουθήσει στο προσεχές μέλλον, έχει σημαντική ανασχετική επίδραση στις επενδύσεις. Ένας κίνδυνος για την παγκόσμια οικονομία προέρχεται σήμερα κυρίως από τον χρηματοπιστωτικό τομέα. «Οι αυξήσεις των επιτοκίων προκαλούν πτώση των τιμών των περιουσιακών στοιχείων και αν οι τράπεζες δεν αντισταθμίσουν επαρκώς αυτήν τη μεταβολή, ενδέχεται να αυξηθεί η έλλειψη εμπιστοσύνης».
Ζαμπίνε Κίνκαρτς
Επιμέλεια: Γιώργος Πασσάς