Γιατί Ρώσοι καταδίδουν Ρώσους;
5 Ιουλίου 2022Πατέρας καταγγέλλει την κόρη του επειδή εναντιώθηκε στον πόλεμο. Άνδρας αναφέρει στην αστυνομία διαμάχη με συνάδελφό του σχετικά με τον πόλεμο στην Ουκρανία και ένας άλλος παραπονιέται για ανάρτηση σε μέσο κοινωνικής δικτύωσης που «κοροϊδεύει» το σύμβολο Ζ, το οποίο έχει ταυτιστεί με τη ρωσική επίθεση στην Ουκρανία. Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις κινητοποιήθηκε η αστυνομία, οι υποθέσεις όμως δεν οδηγήθηκαν στη δικαιοσύνη.
Σε άλλες περιπτώσεις η κατάσταση έλαβε άλλη διάσταση, με καταγγελίες που είχαν σοβαρές συνέπειες. Μια ηλικιωμένη γυναίκα κατήγγειλε την αναγραφή αντιπολεμικών μηνυμάτων σε ετικέτες τροφίμων σε σούπερ μάρκετ της Αγίας Πετρούπολης. Ο ακτιβιστής-καλλιτέχνης Σάσα Σκοσιλένκο απειλείται έκτοτε με δεκαετή φυλάκιση.
Ρώσοι εναντίων Ρώσων
Τι οδηγεί όμως Ρώσους να καταγγέλλουν τις ιδέες συμπολιτών τους; Σύμφωνα με την ανθρωπολόγο και συγγραφέα Αλεξάντρα Αρκίποβα υπάρχουν δύο μορφές καταγγελιών: ενώπιον των αρχών για να καταγγείλουν μια πράξη που θεωρούν παράνομη και στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης για να στείλουν ένα κοινωνικό μήνυμα. Η ψυχολόγος Μαρία Ποτούντινα βλέπει τις αναφορές αυτού του είδους ως μια διέξοδο για πολλούς.
«Στη Ρωσία εδώ και καιρό δεν μπορεί κανείς να εκφράσει άμεσα τη δυσαρέσκειά του (…) Κάνοντας καταγγελία μπορεί κανείς να διαφοροποιηθεί από τους άλλους, να προστατέψει το περιβάλλον του από εναλλακτικές απόψεις, να διασφαλίσει την τάξη, να ασκήσει έλεγχο και να τιμωρήσει τους ‘κακούς’, τους οποίους το κράτος θεωρεί ‘προδότες’» αναφέρει η ίδια.
Μικροεκδίκηση και ένστικτο αυτοσυντήρησης
«Η κατάδοση είναι επίσης ένας τρόπος για να αποκτήσει κάποιος υλικό πλεονέκτημα, είναι ένα είδος μικροεκδίκησης ή συνδέεται με το ένστικτο της αυτοσυντήρησης» εκτιμά η Αρκίποβα. Μάλιστα στη Σοβιετική Ένωση υπήρχε ένας νόμος που καθιστούσε αδίκημα τη μη καγγελία. Ο τρίτος και πιο πολυσύνθετος λόγος καταγγελίας έχει να κάνει με ιδεολογικούς σκοπούς» αναφέρει η Αρκίποβα. Όπως επισημαίνει η ανθρωπολόγος, οι καταγγελίες για ιδεολογικούς λόγους είναι ευρέως διαδεδομένες στη Ρωσία.
Οι αρχές διώκουν επίσης την «απαξίωση του ρωσικού στρατού». Από τις αρχές Μαρτίου οι αρχές έχουν κινήσει διαδικασίες για 2.000 αντίστοιχες περιπτώσεις. Σύμφωνα με την ανεξάρτητη οργάνωση OVD-Info για αυτές τις περιπτώσεις επιβλήθηκαν πρόστιμα που ανέρχονταν έκαστο στα 35.000 ρούβλια (περίπου 620 ευρώ). Σύμφωνα με τον Πάβελ Τσίκοφ, επικεφαλής του προγράμματος ανθρωπίνων δικαιωμάτων Αgora, τα ρωσικά δικαστήρια χειρίζονται περίπου 40 τέτοιες υποθέσεις τη μέρα. Δεκάδες είναι και οι υποθέσεις που αφορούν διάδοση ‘fake news’ για τον πόλεμο. Η μέγιστη ποινή είναι κάθειρξη 15 χρόνων.
Σύμφωνα με τον ιστορικό Σεργκέι Μπονταρένκο από την οργάνωση Memorial σήμερα γίνονται πολύ περισσότερες καταγγελίες ανοιχτά, ενώ στη Σοβιετική Ένωση γίνονταν κυρίως εν κρυπτώ. Μάλιστα οι περισσότεροι καταγγέλλοντες σήμερα το κάνουν περιμένοντας από το κράτος κάποιου είδους ‘ανταμοιβή΄. Οι ομιλίες του Ρώσου προέδρου περί εθνικών προδοτών ενθαρρύνουν άλλωστε τέτοιες κινήσεις, αναφέρουν η ανθρωπολόγος Αρκίποβα και η ψυχολόγος Ποτούντινα.
«Δεν υπάρχει πόλεμος»
Η Αλεξάντρα Αρκίποβα έχει μια πολύ ενδιαφέρουσα προσέγγιση στο θέμα: «Για πολλούς Ρώσους δεν υπάρχει πόλεμος. Υπάρχει μόνο η ντάτσα (το εξοχικό σπίτι των Ρώσων), ο κήπος, το μάζεμα της φράουλας, τα παιδιά και τα εγγόνια. Αλλά όχι πόλεμος. Για αυτούς πόλεμος υπάρχει όταν τα δικά τους παιδιά λιμοκτονούν, ο δικός τους σύζυγος πηγαίνει στο μέτωπο κι όταν βομβαρδίζεται το σπίτι τους. Αυτός είναι ένας πολύ βολικός τρόπος να δει κανείς τα πράγματα». Κι όπως επισημαίνει η ίδια: «Είναι πολύ δύσκολο να παραδεχτείς ότι είσαι πολίτης ενός κράτους, στο όνομα του οποίου διεξάγεται ένας παράφρων, σχιζοφρενικός πόλεμος. Κάτι τέτοιο καταστρέφει τα θεμέλια της πίστης στην κρατική εξουσία».
Από την πλευρά του ο Σεργκέι Μπονταρένκο υπογραμμίζει τον ρόλο των ρωσικών ΜΜΕ που «θολώνουν» την εικόνα μεταξύ πραγματικότητας και μη πραγματικότητας. Η Μαρία Ποτούντινα παρατηρεί κλείνοντας: «Είναι πολύ δύσκολο να ζεις συνεχώς με τη γνώση ότι η χώρα σου σκοτώνει αθώους ανθρώπους».
Iρίνα Τσεβτάγεβα
Επιμέλεια: Δήμητρα Κυρανούδη