FAZ: O Βανς είναι σαν τον Τραμπ, αλλά με τρόπους
3 Οκτωβρίου 2024«Πολλοί Αμερικανοί δεν τολμούσαν πια να ελπίζουν πως κάτι τέτοιο είναι ακόμη εφικτό στη διαιρεμένη χώρα τους: Να διεξαχθεί μία πολιτισμένη πολιτική συζήτηση, κατά την οποία ένας Ρεπουμπλικάνος και ένας Δημοκρατικός θα καταλήξουν να βρουν ακόμη και θέσεις που να συμφωνούν. Αυτό ακριβώς συνέβη όμως προς έκπληξη πολλών, σε μία βραδιά που θύμισε την παλιά, καλή αμερικανική πολιτική», σχολιάζει η Süddeutsche Zeitung για το τηλεοπτικό ντιμπέιτ ανάμεσα στους δύο υποψήφιους αντιπροέδρους του Ρεπουμπλικανικού και Δημοκρατικού Κόμματος.
«Ο Τζ. Ντ. Βανς και ο Τιμ Γουόλτς συνομίλησαν όπως μιλούν δύο ενήλικες, εν αντιθέσει με το προεδρικό ντιμπέιτ προ τριών εβδομάδων, το οποίο ο Τραμπ μετέτρεψε σε ένα γελοίο θέαμα γεμάτο ψέματα».
Η εφημερίδα του Μονάχου εκτιμά πως το ντιμπέιτ «δύσκολα θα επηρεάσει σημαντικά τον εκλογικό αγώνα. Ωστόσο ο Βανς πιθανώς να καταφέρει να διαλύσει τις επιφυλάξεις των λιγοστών αναποφάσιστων απέναντι στον Ντόναλντ Τραμπ, […] καθώς είναι ικανός να παρουσιάσει τις ακραίες και αντιφατικές ιδέες του αφεντικού του σαν να έχουν σοβαρότητα και συνοχή».
Σε αυτό συμφωνεί και η Frankfurter Allgemeine Zeitung: «Στο ντιμπέιτ ο Βανς ήταν σαν μία εκδοχή του Τραμπ με τρόπους, για να μην πούμε σαν ένας Τραμπ με ενσυναίσθηση. […] Κράτησε αποστάσεις από τις θεωρίες συνωμοσίας που κατά τ’ άλλα αρέσκεται να προωθεί και απέφυγε τις χυδαίες προσβολές».
Κατά την εφημερίδα της Φρανκφούρτης η διαφορετική στάση του Βανς «επιβεβαιώνει την καχυποψία πολλών σχετικά με τις οπορτουνιστικές του τάσεις – ο οπορτουνισμός ήταν εξάλλου που οδήγησε τον Βανς να μεταμορφωθεί από έναν μεγάλο επικριτή του Τραμπ σε έναν πιστό ακόλουθό του, γεγονός που τον έβαλε και στη Γερουσία. Γι' αυτό και αντιπροσωπεύει και έναν μεγάλο αριθμό πολιτικών που διψάνε για εξουσία και οι οποίοι έχοντας αντιληφθεί τι εστί τραμπισμός, τον οποίο και αξιοποιούν προς όφελός τους».
Μ. Ανατολή: «Οι πιο καθοριστικές και επικίνδυνες στιγμές»
Εν αναμονή των αντιποίνων του Ισραήλ μετά τις ιρανικές πυραυλικές επιθέσεις «η Μέση Ανατολή βιώνει τις πιο καθοριστικές και επικίνδυνες στιγμές της. […] Και τώρα το μεγάλο ερώτημα είναι το εξής: τι μέλλει γενέσθαι από εδώ και πέρα; Με τα γεγονότα της Τρίτης το ενδεχόμενο για το οποίο προειδοποιούσαν πολλοί εδώ και μήνες μοιάζει πιθανότερο από ποτέ: ένας ανοιχτός πόλεμος με την άμεση εμπλοκή του Ιράν», γράφει η tageszeitung του Βερολίνου.
Μετά τις ιρανικές επιθέσεις «το Ισραήλ είναι πιθανό να απαντήσει με στοχευμένες δολοφονίες. Όμως πιθανοί στόχοι των ισραηλινών επιθέσεων θα είναι και εγκαταστάσεις όπως διυλιστήρια πετρελαίου, εγκαταστάσεις ύδρευσης – και φυσικά οι πυρηνικές εγκαταστάσεις.
Το ιρανικό πυρηνικό πρόγραμμα θεωρείται εδώ και καιρό ως υπαρξιακή απειλή από το Ισραήλ. Μέχρι στιγμής εκτιμάται πως το Ιράν δεν έχει πυρηνικά όπλα – αλλά το πυρηνικό του πρόγραμμα είναι τόσο ανεπτυγμένο, ώστε η χώρα θα μπορούσε να αποκτήσει τη δυνατότητα χρήσης πυρηνικών όπλων πολύ σύντομα».
Την ίδια στιγμή «οι Αμερικανοί αξιωματούχοι ευελπιστούν πως ο Νετανιάχου θα στείλει ένα μήνυμα στο Ιράν, χωρίς να ξεκινήσει ανοιχτό πόλεμο, ιδίως μέσα στις επόμενες πέντε εβδομάδες έως ότου γίνουν και οι προεδρικές εκλογές στις ΗΠΑ. Μέσα σε αυτό το διάστημα ο Ισραηλινός πρωθυπουργός θα μπορούσε να δει και μία ευκαιρία: θα μπορέσουν οι Δημοκρατικοί να συγκρατήσουν το Ισραήλ τώρα που δέχθηκε επίθεση από το Ιράν; Διότι ο Νετανιάχου πρέπει να θεωρείται πως βρίσκεται ήδη με το μέρος του τον Ντόναλντ Τραμπ.
Τα σημάδια δείχνουν πάντως πως το Ισραήλ μάλλον δεν θα συγκρατηθεί ιδιαιτέρως: χθες Τετάρτη η χώρα κήρυξε ως "ανεπιθύμητο” τον Γενικό Γραμματέα του ΟΗΕ Αντόνιο Γκουτέρες, αφ’ ότου ο τελευταίος καταδίκασε την "επέκταση της σύγκρουσης στη Μέση Ανατολή” μετά τις ιρανικές επιθέσεις, τονίζοντας πως "η μία κλιμάκωση διαδέχεται την άλλη”», καταλήγει η tageszeitung.
Η Frankfurter Allgemeine Zeitung επισημαίνει από την πλευρά της πως «ο Μπάιντεν χρειάστηκε να διαπιστώσει ξανά πως οι εξελίξεις δεν καθορίζονται στην Ουάσινγκτον, αλλά στην ίδια την περιοχή. Ο Αμερικανός πρόεδρος δεν μπορεί να υλοποιήσει την πολιτική του για κατάπαυση πυρός ούτε στη Γάζα ούτε στον Λίβανο, αλλά είναι υποχρεωμένος να στηρίξει την άμυνα του Ισραήλ. Το δε γεγονός ότι σύντομα πρόκειται να αποχωρήσει από το αξίωμά του, περιορίζει την επιρροή του».
Η αποτυχία των προσπαθειών του Αμερικανού προέδρου δείχνει πάντως ακόμη πως όλες οι συζητήσεις που γίνονται στη Δύση και σχετίζονται με τις εξελίξεις στη Μέση Ανατολή «παραβλέπουν τα συμφέροντα των εμπλεκομένων: ούτε η Χαμάς, ούτε η Χεζμπολάχ, ούτε το Ισραήλ και το Ιράν θέλουν να σταματήσουν τις συγκρούσεις. Για τους τρεις πρώτους είναι ζήτημα επιβίωσης – κάτι που ενδεχομένως να απασχολήσει σύντομα και το καθεστώς της Τεχεράνης».