200 χρόνια Ερρίκος Σλήμαν
6 Ιανουαρίου 2022Η ελληνική αρμάδα κατευθύνεται προς Ανατολάς. Αποστολή της είναι να ξαναφέρει στην Ελλάδα την Ελένη, την ωραιότερη γυναίκα του κόσμου. Η πολιορκία της Τροίας διαρκεί μια δεκαετία, τελικά οι Έλληνες θα την εκπορθήσουν, αφού πρώτα κάποιοι πολεμιστές μπουν στην πόλη κρυμμένοι μέσα στον Δούρειο Ίππο.
Ο Όμηρος μετέτρεψε αυτή την πανάρχαια ιστορία σε παγκόσμια λογοτεχνία. Η Ιλιάδα σαγήνευσε έκτοτε αμέτρητες γενιές. «Η Τροία παρά τη θέση της στη Μικρά Ασία σηματοδοτεί τις απαρχές της ευρωπαϊκής ιστορίας», μας λέει ο Ερνστ Μπάλτρους, καθηγητής Αρχαίας Ιστορίας στο Ελεύθερο Πανεπιστήμιο του Βερολίνου.
Στη γοητεία της Τροίας είχε υποκύψει και ο Ερρίκος Σλήμαν. Διαβάζοντας στα επτά του χρόνια το βιβλίο «Η παγκόσμια ιστορία για παιδιά» είχε εντυπωσιαστεί από την εικόνα της φλεγόμενης Τροίας. Κι έτσι κάποια στιγμή αποφάσισε να κάνει ανασκαφές για να βρει τα ερείπια της αρχαίας πόλης. Σαράντα ολόκληρα χρόνια πέρασαν έκτοτε μέχρις ότου αρχίσει όντως την ανασκαφή στις 9 Απριλίου του 1870.
Έμπορος, χρυσοθήρας και αρχαιολόγος
Η σταδιοδρομία του Σλήμαν ξεκίνησε αλλιώς. Γεννήθηκε στις 6 Ιανουαρίου του 1822, γιος παπά στο ανατολικό Μεκλεμβούργο με οκτώ αδέλφια, έκανε κατ’ αρχήν μαθητεία για να γίνει έμπορος. Κατέληξε στο Άμστερνταμ ως αντιπρόσωπος μεγάλου εμπορικού οίκου και διακρίθηκε για τη γλωσσομάθειά του. Τα ρωσικά τον βοήθησαν να εγκατασταθεί στη Ρωσία, όπου έγινε πλούσιος, εμπορευόμενος πρώτες ύλες για πυρομαχικά. Τελικά πήγε στο Παρίσι για σπουδές και έμαθε αρχαία ελληνικά και λατινικά. Το 1868 πήγε στην Ιθάκη για εκπαιδευτικό ταξίδι, όπου έκανε ανασκαφές για να βρει το ανάκτορο του Οδυσσέα. Δυο χρόνια μετά ξεκινούσε για τη Θάλασσα του Μαρμαρά,
Ο Σλήμαν ήταν ονειροπόλος και άρχισε να αναζητά την Τροία στη Μικρά Ασία με τη βοήθεια της Ιλιάδας. Ήταν όμως και ιδιοφυής. Ανακάλυψε ερευνητικές μεθόδους που έχουν ισχύ μέχρι σήμερα, άλλο αν οι σύγχρονοί του τον αντιμετώπιζαν με δυσπιστία. Μέχρι σήμερα «οποιοσδήποτε αρχαιολόγος θα απέτρεπε τους μαθητές του να μιμηθούν τον Σλήμαν που αδιαφορούσε για τα επιστημονικά στάνταρ της εποχής του, σημειώνει ο καθηγητής Μπάλτρους. Ενώ στην Αγγλία τον τιμούσαν για τις ανακαλύψεις του, στην ίδια τη Γερμανία ο δεινός αρχαιολόγος Ερνστ Κούρτιους για παράδειγμα τον περιφρονούσε. Δεν του συγχωρούσαν ότι με τις «άγριες» ανασκαφές του σε μεγάλο βάθος κατέστρεφε μεταγενέστερα αρχαιολογικά στρώματα.
Τρωικός πόλεμος: μύθος ή πραγματικότητα;
Απηχούν εντέλει τα έπη του Ομήρου μια ιστορική πραγματικότητα, όπως πίστευε ακράδαντα ο Σλήμαν ή όχι; «Δεν ξέρουμε μέχρι σήμερα», σημειώνει ο καθηγητής Μπάλτρους, «αν αυτός ο πόλεμος διεξήχθη όντως. Πάντως ο Σλήμαν πήρε το έπος κατά γράμμα και άρχισε την αναζήτηση.» Το 1871 πίστεψε ότι στους πρόποδες του λόφου Χισαρλίκ στη σημερινή βορειοδυτική Τουρκία ανακάλυψε τα ερείπια της αρχαίας Τροίας.
Ανασκαφές είχε αρχίσει εκεί και ο Βρετανός Φρανκ Κάλβερτ, στον οποίο ανήκε η γη γύρω από τον λόφο. Του είχαν τελειώσει όμως τα χρήματα κι έτσι έπεισε τον Σλήμαν να συνεχίσει αυτός εκεί, όπου είχε σταματήσει ο ίδιος. Παρά τα πολλά στρώματα της αρχαίας πόλης με μια ιστορία που ξεκινούσε 3.000 χρόνια πριν, γύρω στο 1872 ο Σλήμαν ήταν πεπεισμένος ότι είχε ανακαλύψει τα τείχη της ομηρικής Τροίας.Εκεί ανακάλυψε το 1873 και τον περίφημο «Θησαυρό του Πριάμου» που δώρισε στη Γερμανία. Χάθηκε στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και εντοπίστηκε δεκαετίες αργότερα στο Μουσείο Πούσκιν της Μόσχας, όπου βρίσκεται μέχρι σήμερα,
Και όμως δεν ήταν η μάσκα του Αγαμέμνονα
Η αλήθεια είναι ότι ο Σλήμαν έκανε λάθος. Τα χρυσά ευρήματα δεν είχαν σχέση με τον Πρίαμο, προέρχονται από κάποιον ανώτερο πολιτισμό που άνθησε 1.250 χρόνια πριν από την Τροία. Αλλά και στις Μυκήνες, όπου ο Σλήμαν έκανε ανασκαφές από το 1874 ως το 1876, ανακάλυψε μια χρυσή μάσκα που πίστευε πως ήταν το προσωπείο του Αγαμέμνονα. Λάθος.
Αλλά τι σημασία έχουν κάποιες λανθασμένες εκτιμήσεις στο έργο ενός πρωτοπόρου; Ο Σλήμαν πέθανε στη Νάπολη στα τέλη του 1890 και μέχρι σήμερα η μνήμη του τιμάται με σεβασμό. Και παραμένει μέχρι σήμερα ο διεθνώς πιο γνωστός κλασικός αρχαιολόγος.
Σαμπίνε Έλτσερ, Τόρστεν Λάντσμπεργκ
Επιμέλεια: Σπύρος Μοσκόβου