Φθίνει ο ρόλος των εκκλησιών εν καιρώ πανδημίας
1 Απριλίου 2021Δεύτερο Πάσχα με κορωνοϊό και φέτος σε όλο τον κόσμο. Η σημαντικότερη γιορτή του Χριστιανισμού θα εορταστεί και φέτος χωρίς πιστούς σε πολλές χώρες.Στη Γερμανία υπάρχουν πάνω από 14.000 προτεστανικές εκκλησίες και 10.000 καθολικές. Υπό κανονικές συνθήκες και στη Γερμανία η Ανάσταση και το Πάσχα γιορτάζονται με κατάνυξη στις ενορίες. Φέτος θα είναι διαφορετικά.
Ο επικεφαλής της Προτεσταντικής Εκκλησίας Χάινριχ Μπέντφορντ Στρομ είχε τονίσει πριν λίγες μέρες σε διαδικτυακή συνέντευξη τύπου ότι δεν υπάρχει λόγος ανησυχίας για την τήρηση των μέτρων υγιεινής στις εκκλησίες.Λίγο αργότερα η καγκελάριος Μέρκελ μαζί με τους πρωθυπουργούς των κρατιδίων αποφάσισαν ότι και οι εκκλησίες θα έπρεπε να απέχουν από τα λατρευτικά τους καθήκοντα. Η κίνηση αυτή ενόχλησε τους εκπροσώπους των μεγαλύτερων εκκλησιών στη Γερμανία. «Το Πάσχα είναι για εμάς η σημαντικότερη γιορτή, δεν αποτελεί πάρεργο» δήλωσε μέσω twitter ο πρόεδρος της Διάσκεψης Καθολικών Επισκόπων Γερμανίας, Γκέοργκ Μπέτζινγκ. Μόνο μετά τη συγγνώμη της καγκελαρίου Μέρκελ, η οποία χαρακτήρισε «λάθος» την «παύση του Πάσχα» καθολικές και προτεσταντικές εκκλησίες άρχισαν να σχεδιάζουν κάποιες θείες λειτουργίες με φυσική παρουσία όπου είναι εφικτό, διαφορετικά διαδικτυακές λειτουργίες.
Οι εκκλησίες στη Γερμανία χάνουν το ποίμνιο
Αυτό που ενόχλησε όμως περισσότερο τους επικεφαλής της Καθολικής και Ευαγγελικής Εκκλησίας είναι ότι δεν είχαν ενημερωθεί για τα σχέδια της κυβέρνησης, παρότι μετέχουν ενεργά στην ανοιχτή κοινωνία μέσα από νηπιαγωγεία, σχολεία, νοσοκομεία, γηροκομεία και άλλους κοινωφελείς οργανισμούς. Το 2019 υπήρχαν περίπου 45,75 εκατομμύρια Χριστιανοί στη Γερμανία: 22,6 εκατομμύρια ανήκουν στην Καθολική Εκκλησία, 20,7 εκατομ. σε Ευαγγελικές Εκκλησίες και δύο εκατομμύρια ανήκουν σε Ορθόδοξες. Με άλλα λόγια περίπου το 52% του συνολικού πληθυσμού είναι Χριστιανοί στο θρήσκευμα. Το 1991, λίγο μετά την πτώση του Τείχους του Βερολίνου, το ποσοστό αυτό ανερχόταν στο 71%, ενώ πριν από 40 χρόνια, το 1980, το ποσοστό των Χριστιανών στη Δυτική Γερμανία άγγιζε το 85,7%.
Στη Γερμανία ισχύει ο διαχωρισμός κράτους και εκκλησίας, ωστόσο παραδοσιακά διατηρούν σχέσεις σε πολλά επίπεδα δεδομένου και του κοινωνικού ρόλου της εκκλησίας.Στη Γερμανία υπάρχει επίσης ειδικός εκκλησιαστικός φόρος που υποβάλλουν οι πιστοί, ενώ το κράτος γνωρίζει μέσω αυτού ποιος ανήκει σε ποια εκκλησία. Γεγονός είναι όμως ότι οι εκκλησίες στη Γερμανία χάνουν σταδιακά το ποίμνιό τους. Αυτό οφείλεται σε πολλούς λόγους. Πολλοί από τους γηραιούς πιστούς πεθαίνουν, άλλοι εγκαταλείπουν την εκκλησία για οικονομικούς λόγους κι άλλοι είναι απλώς απογοητευμένοι από αυτήν. Στην απογοήτευση πολλών ρόλο έπαιξαν και τα σκάνδαλα σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών από ανθρώπους της εκκλησίας στη Γερμανία.
Σκάνδαλα κακοποίησης και κατάχρησης εξουσίας
Το θέμα της σεξουαλικής κακοποίησης αλλά και της κατάχρησης εξουσίας στους κόλπους της εκκλησίας μπήκαν για τα καλά στη δημόσια συζήτηση στη Γερμανία εδώ και μια δεκαετία. Αφορούν τόσο την Καθολική όσο και την Ευαγγελική Εκκλησία. Τα τελευταία χρόνια πολλές ιστορίες κακοποίησης βγήκαν στο φως και θύματα μίλησαν δημόσια.Επίσης οι παραδοσιακά υπερσυντηρητικές θέσεις της Καθολικής Εκκλησίας για τη σεξουαλικότητα, την αντισύλληψη ή τους ομοφυλόφιλους έκαναν πολλούς ανθρώπους να στραφούν μακριά της.Η εκκλησία σήμερα δίνει έτσι συχνά σε πολλούς την εντύπωση ότι δε μιλά τη σύγχρονη γλώσσα. Για τους λόγους αυτούς αυξάνεται ο αριθμός των ατόμων που την εγκαταλείπουν.
Μάλιστα σύμφωνα με τον κοινωνιολόγο της θρησκείας Ντέτλεφ Πόλακ από το πανεπιστήμιο του Μίνστερ, όταν κάποιος απομακρύνεται από την εκκλησία δύσκολα επιστρέφει. «Όποιος διαρρηγνύει τους εκκλησιαστικούς δεσμούς είναι πολύ πιθανό να χάσει τη θρησκευτικότητά του», αναφέρει χαρακτηριστικά. Ο ίδιος μάλιστα φοβάται ότι η πανδημία θα πλήξει ακόμη περισσότερο την εκκλησία και τις σχέσεις της με τους πιστούς, δεδομένου ότι η εκκλησία είναι συνυφασμένη με την έννοια της ζωής σε κοινότητα. Πολλοί στη Γερμανία εκτιμούν ότι μετά την πανδημία οι εκκλησίες θα έχουν εντελώς διαφορετική εικόνα.
Κρίστοφ Στρακ
Επιμέλεια: Δήμητρα Κυρανούδη