1. Μετάβαση στο περιεχόμενο
  2. Μετάβαση στο κύριο μενού
  3. Μετάβαση σε περισσότερους ιστοτόπους της DW
Ποικίλα θέματαΕυρώπη

Τι είναι τα καταστήματα χωρίς συσκευασίες;

Φραντσίσκα Βιστ | Ίνζα Βρέντε
8 Ιουνίου 2023

Πνιγόμαστε στα πλαστικά απόβλητα, αν και τα πλαστικά μπορούν να καταργηθούν, για παράδειγμα στις συσκευασίες. Τα καταστήματα χωρίς συσκευασίες πληθαίνουν στην Ευρώπη.

https://p.dw.com/p/4RnER
Κατάστημα χωρίς συσκευασίες στην Κολωνία
Τα καταστήματα χωρίς συσκευασίες συμβάλλουν σημαντικά στη μείωση των πλαστικώνΕικόνα: Franziska Wüst/DW

Στην Ευρώπη, ανοίγουν ολοένα και περισσότερα καταστήματα, όπου τα προϊόντα διατίθενται χωρίς συσκευασία. Οι καταναλωτές που ψωνίζουν εκεί φέρνουν τη δική τους συσκευασία, με τα αποτελέσματα να είναι σπουδαία: «Χάρη σε εμάς, 84% λιγότερες συσκευασίες καταλήγουν στα σκουπίδια», λέει η Κριστίνε Χόλτσμαν από την Ένωση Καταστημάτων Χωρίς Συσκευασίες.

«Σήμερα, υπάρχουν περίπου 260 τέτοια καταστήματα στη Γερμανία», λέει η Χόλτσμαν. «Το ρεκόρ σημειώθηκε πριν από την έναρξη της πανδημίας, όταν υπήρχαν 330 καταστήματα-μέλη». Σύμφωνα με την Ένωση, ο τομέας των μη συσκευασμένων προϊόντων αντιμετωπίζει προκλήσεις λόγω της αύξησης των τιμών και της συγκράτησης των αγοραστών. Ωστόσο, πρόκειται να ανοίξουν 108 καταστήματα ακόμη. «Πράγματι, περάσαμε τρία δύσκολα χρόνια λόγω της πανδημίας και του πληθωρισμού», λέει η Όλγκα Βιτ, ιδιοκτήτρια του καταστήματος Tante Olga στην Κολωνία. «Παρατηρούμε όμως ότι η κατάσταση σταθεροποιείται και οι συνθήκες είναι και πάλι ευοίωνες».

Το πρόβλημα των συσκευασιών

Προϊόντα χωρίς συσκευασίες σε κατάστημα στην Κολωνία
Πολλά προϊόντα μπορούν να πωλούνται χύμα.Εικόνα: Franziska Wüst/DW

Προϊόντα που κάποτε πωλούνταν χύμα, είναι τώρα κυρίως συσκευασμένα. Για παράδειγμα, πάνω από το 60% των φρούτων και λαχανικών πωλούνται σε συσκευασίες, σύμφωνα με την περιβαλλοντική οργάνωση Nabu. Όμως έτσι αυξάνονται τα απόβλητα, με την τελική κατανάλωση να έχει ως αποτέλεσμα 8,7 εκατομμύρια τόνους συσκευασιών το 2020. Όσον αφορά την κατά κεφαλήν κατανάλωση συσκευασιών, οι Γερμανοί βρίσκονται στην πρώτη θέση της ευρωπαϊκής κατάταξης, καταναλώνοντας περίπου 36% περισσότερες συσκευασίες από τον μέσο Ευρωπαίο πολίτη. Στον τομέα των πλαστικών συσκευασιών, η κατά κεφαλήν κατανάλωση στη Γερμανία έχει σχεδόν διπλασιαστεί.

Ακόμη, πολλές από τις συσκευασίες είναι μίας χρήσης και, στην Ευρώπη, λίγο περισσότερο από το 40% των πλαστικών αποβλήτων χρησιμοποιείται για ανάκτηση ενέργειας - δηλαδή αποτεφρώνεται. Μόνο το 36% ανακυκλώνεται, ενώ το 23% καταλήγει στις χωματερές.

Ποιοι επωφελούνται από τις συσκευασίες;

Γιατί παράγονται τόσες πολλές συσκευασίες; Ειδικά αφού η συσκευασία είναι κοστοβόρα; Το Γερμανικό Ινστιτούτο Συσκευασιών υποστηρίζει ότι η συσκευασία προστατεύει τα εμπορεύματα. Περίπου το 90% των οικολογικών επιπτώσεων προκύπτει από την παραγωγή των τροφίμων και μόνο το 10% από την παραγωγή της συσκευασίας. Επομένως, η ζημιά είναι πολύ μεγαλύτερη εάν το τρόφιμο χαλάσει.

Συσσωρευμένα πλαστικά απορρίμματα
Η κατανάλωση πλαστικών συσκευασιών αποτελεί μεγάλο πρόβλημα για το περιβάλλονΕικόνα: Farooq Naeem/AFP

Το εμπόριο επωφελείται επίσης, επειδή τα συσκευασμένα προϊόντα είναι ευκολότερο να μεταφερθούν και η συσκευασία ενθαρρύνει τους πελάτες να αγοράζουν περισσότερα προϊόντα, σύμφωνα με τη Nabu. Επιπλέον, η τάση να συσκευάζονται ξεχωριστά μικρότερες ποσότητες, ώστε να καταναλωθούν εν κινήσει, συμβάλλει επίσης στην αύξηση των συσκευασιών.

Στη Γερμανία υπάρχει μια μεγάλη βιομηχανία πίσω από τις συσκευασίες, ιδίως για το χαρτί και το πλαστικό, έχοντας ετήσιο κύκλο εργασιών άνω των 35 δισεκατομμυρίων ευρώ και απασχολώντας 117.000 άτομα. Το γεγονός αυτό ίσως εξηγεί και το χαλαρό νομικό πλαίσιο. «Με τις πιέσεις των λόμπι, η βιομηχανία πλαστικών διασφαλίζει ότι η αυξανόμενη παραγωγή πλαστικών δεν τίθεται ως ζήτημα», αναφέρει ο Άτλαντας Πλαστικού 2019 του Ιδρύματος Heinrich Böll.

Υπάρχει ένας φόρος επί των πλαστικών στην Ε.Ε. που υποτίθεται ότι θα κάνει τα πλαστικά μιας χρήσης ακριβότερα. Έως τώρα έχει εφαρμοστεί σε πολλές χώρες, όχι όμως στη Γερμανία. Ο φόρος πετρελαιοειδών στη Γερμανία κατέστησε επίσης ακριβότερο κάθε είδος επεξεργασίας αργού πετρελαίου, δηλαδή τη βενζίνη, το ντίζελ ή το πετρέλαιο θέρμανσης. Όχι όμως το πλαστικό που προέρχεται από πετρέλαιο. Σύμφωνα με μελέτες, οι εταιρείες παραγωγής πλαστικών εξοικονόμησαν έτσι περίπου 780 εκατομμύρια ευρώ σε φόρους το 2013.

Υπάρχουν εναλλακτικές λύσεις;

Τι θα γινόταν όμως εάν το πλαστικό δεν παραγόταν πλέον από πετρέλαιο, αλλά από ανανεώσιμες πρώτες ύλες; Ορισμένοι υποστηρίζουν πως έχουν βρει τρόπο να διευκολύνουν την ανακύκλωση πλαστικού, ενώ κάποιοι παραγωγοί διαφημίζουν επίσης ότι το πλαστικό τους είναι βιοδιασπώμενο ή ότι κατασκευάζεται από ανανεώσιμες πρώτες ύλες. Η Ομοσπονδιακή Υπηρεσία Περιβάλλοντος (UBA), όμως, αναφέρει ότι δεν υπάρχει τρόπος ανακύκλωσης για τα εν λόγω βιοπλαστικά. Επιπλέον, ακόμη και αν τα πλαστικά παράγονται από ανανεώσιμες πρώτες ύλες, για την παραγωγή αυτών των πρώτων υλών θα χρειαστούν ορυκτές πρώτες ύλες (για την καλλιέργεια, τα οχήματα, τις μηχανές).

Έτσι, για το περιβάλλον και το κλίμα είναι αναγκαία η μείωση των συσκευασιών. Μπορούν όμως όλοι να χρηματοδοτήσουν μία τέτοια εναλλακτική;

Η Γιάνα Νέρλιχ στο κατάστημά της
Η Γιάνα Νέρλιχ εξηγεί πως, εάν κάποιος αγοράζει μονάχα όσα χρειάζεται, τότε το κόστος παραμένει μικρόΕικόνα: Franziska Wüst/DW

Για τη Γιάνα Νέρλιχ, ιδιοκτήτρια του Zollstock Unverpackt, ενός άλλου καταστήματος χωρίς συσκευασίες, η αντίληψη πως τα μη συσκευασμένα είναι αυτομάτως ακριβότερα αποτελεί μία λανθασμένη προκατάληψη. «Πρώτα απ' όλα, μη συσκευασμένα σημαίνει συχνά βιολογικά, επομένως οι τιμές δεν πρέπει να συγκρίνονται με αυτές ενός συμβατικού σούπερ μάρκετ, αλλά με τις τιμές των βιολογικών προϊόντων». Επιπλέον, «εάν οι πελάτες αγόραζαν μόνο όσο πραγματικά χρειάζονταν, θα πλήρωναν λιγότερα, μειώνοντας ταυτοχρόνως τα απορρίμματά τους».

Η ιδέα των μη συσκευασμένων προϊόντων φαίνεται ελκυστική σε ανθρώπους όλων των ηλικιών και εθνικοτήτων, ενώ πολλά καταστήματα με μη συσκευασμένα προϊόντα υπάρχουν ήδη στη Γαλλία, την Ελβετία και την Ισπανία, κάτι που ακόμη δεν συμβαίνει στη Γερμανία.

Επιμέλεια: Γιώργος Πασσάς