Τα «ρεκόρ» των βραβείων Νoμπέλ
7 Οκτωβρίου 2013Η εβδομάδα των βραβείων Νομπέλ της Σουηδικής Ακαδημίας Γραμμάτων και Τεχνών ξεκίνησε με την ανακοίνωση του Νομπέλ Ιατρικής-Φυσιολογίας, το οποίο μοιράζονται ο γερμανός Τόμας Ζύντχοφ και οι δύο αμερικανοί επιστήμονες Τζέιμς Ρόθμαν και Ράντι Σέκμαν. Οι έρευνές τους εστιάζουν στη μελέτη του συστήματος μεταφοράς μορίων μέσα στα ανθρώπινα κύτταρα, ενός μηχανισμού που κρίνεται εξαιρετικά σημαντικός για τη λειτουργία του ανθρώπινου σώματος και σχετίζεται με την εμφάνιση, πρόληψη και καταπολέμηση πολλών ασθενειών.
Η ιστορία των 112 χρόνων του θεσμού των βραβείων Νομπέλ είναι γεμάτη με λαμπρά επιτεύγματα από εξέχoυσες μορφές, όχι μόνο των θετικών επιστημών (Νόμπλελ Ιατρικής, Χημείας, Φυσικής) αλλά και του πνεύματος, της πολιτικής και της οικονομίας (Nομπέλ Λογοτεχνίας, Ειρήνης, Οικονομικών Επιστημών). Τα Νομπέλ όμως έχουν και πολλές άγνωστες πτυχές αλλά και τα δικά τους «ρεκόρ», που συχνά επισκιάζονται από την αίγλη των τιμώμενων προσωπικοτήτων.
Βραβείο Νομπέλ σε αποβιώσαντες
Σύμφωνα με το καταστατικό της Σουηδικής Ακαδημίας, μόνο οι εν ζωή μπορούν να είναι υποψήφιοι για τα βραβεία. Ωστόσο στα 112 χρόνια λειτουργίας του θεσμού, έχουν γίνει κάποιες εξαιρέσεις. Στον Νταγκ Χάμαρσκγιελντ είχε απονεμηθεί το βραβείο Ειρήνης το 1961 και στον Έρικ Αξελ Κάρλφελντ το βραβείο Λογοτεχνίας το 1931, παρά το γεγονός ότι αμφότεροι είχαν αποβιώσει πριν την απονομή.
Ωστόσο από το 1974 έχει απαγορευθεί κάτι τέτοιο. Το 2011, όμως, απονεμήθηκε άλλο ένα βραβείο σε νεκρό επιστήμονα. Ήταν η περίπτωση του Ραλφ Στάινμαν. Τα μέλη της Ακαδημίας είχαν αποφασίσει να τον τιμήσουν με το Νομπέλ Ιατρικής, αν και τους είχε διαφύγει... ότι ο Στάινμαν είχε αποβιώσει μόλις τρεις μέρες νωρίτερα. Σε αυτήν την περίπτωση έγινε μια ακόμη εξαίρεση.
Βράβευση εις διπλούν
Λίγοι επιστήμονες έχουν κερδίσει το βραβείο Νομπέλ εις διπλούν. Ο αμερικανός Τζον Μπάρντιν είχε κερδίσει δύο φορές το Νομπέλ Φυσικής. Την πρώτη φορά του απονεμήθηκε για την ανάπτυξη του τρανζίστορ το 1956 και την δεύτερη για την θεωρία της υπεραγωγιμότητας το 1972. Ο βρετανός βιοχημικός Φρέντερικ Σέιντζερ διακρίθηκε και αυτός δις στον τομέα της Χημείας. Η πρώτη φορά ήταν το 1958 για τις εργασίες του πάνω στη δομή των πρωτεϊνών και συγκεκριμένα της ινσουλίνης. Η δεύτερη φορά ήταν το 1980 για την συνεισφορά στον προσδιορισμό των αλληλουχιών των βάσεων στα νουκλεϊνικά οξέα. Επίσης η Μαρί Κιουρί ήταν η μοναδική γυναίκα που κέρδισε επίσης δύο φορές Νομπέλ, την πρώτη φορά στη Φυσική και τη δεύτερη στη Χημεία.
Έναν ασυνήθιστο συνδυασμό πέτυχε ο αμερικανός χημικός Λίνους Πάουλινγκ. Το 1954 είχε βραβευτεί με το Νομπέλ Χημείας και το 1962 με το Νομπέλ Ειρήνης. Ο Πάουλινγκ είχε ταχθεί σθεναρά κατά των πυρηνικών δοκιμών.
Για την ιστορία, πάντως, υπήρξαν και υποψήφιοι που αρνήθηκαν να λάβουν τα βραβεία τους. Για παράδειγμα ο βιετναμέζος πρωθυπουργός Λε Ντουκ Θο, υποψήφιος για το Νομπέλ Ειρήνης το 1972, είχε αρνηθεί το βραβείο ως ένδειξη διαμαρτυρίας για την εμπόλεμη κατάσταση που επικρατούσε στο Βιετνάμ. Ο γάλλος υπαρξιστής Ζαν Πωλ Σαρτρ είχε επίσης αρνηθεί το Νομπέλ Λογοτεχνίας το 1964. Ας σημειωθεί επίσης ότι είχε απαγορευθεί η απονομή βραβείων Νομπέλ σε γερμανούς επιστήμονες κατά την περίοδο του εθνικοσοσιαλισμού.
Στις ΗΠΑ τα περισσότερα Νομπέλ
Τα περισσότερα Νομπέλ στους τομείς των θετικών επιστημών έχουν απονεμηθεί σε επιστήμονες από τις ΗΠΑ: Το 43% των βραβευθέντων μέχρι σήμερα στην Φυσική, τη Χημεία και την Ιατρική ήταν αμερικανοί επιστήμονες. Ακολουθούν στον τομέα της Φυσικής και της Χημείας οι Γερμανοί, ενώ την τρίτη θέση κατέχουν οι Βρετανοί. Τέταρτη κατά σειρά είναι η Γαλλία.
Η Ελλάδα έχει διακριθεί δύο φορές με Νομπέλ Λογοτεχνίας, με τον Γιώργο Σεφέρη το 1963 και τον Οδυσσέα Ελύτη το 1979.
Τέλος σχετικά με την ηλικία των βραβευθέντων, έχει υπολογισθεί ότι αυτοί είναι κατά μέσο όρο 59 ετών. Ο νεότερος νομπελίστας όλων τον εποχών ήταν ο φυσικός Λόρενς Μπραγκ, ο οποίος έλαβε το Νομπέλ Φυσικής σε ηλικία 25 ετών. Ο γηραιότερος μέχρι σήμερα είναι ο επίσης φυσικός Ρέιμοντ Ντέιβις, που πήρε το ίδιο βραβείο εν έτει 2002 σε ηλικία 88 ετών.
Brigitte Osterath / Μάρκος Βαρνάς
Υπεύθ. σύνταξης: Δήμητρα Κυρανούδη