Σύνταξη στα 70;
8 Αυγούστου 2022Η γλώσσα των αριθμών είναι αμείλικτη. Στα τέλη του 2021 μόλις 8,3 εκατομμύρια Γερμανοί περιλαμβάνονταν στην πληθυσμιακή κατηγορία 15-24 ετών, δηλαδή ούτε καν ο ένας στους 10. Την ίδια στιγμή ο αριθμός των ηλικιωμένων, άνω των 65 ετών, ξεπερνούσε τα 18 εκατομμύρια. Η γερμανική κοινωνία γερνάει. Η δημογραφική τάση δεν μπορεί να ανατραπεί με τις νέες γεννήσεις, ούτε με τη μετανάστευση. Και αυτό θα έχει συνέπειες για το συνταξιοδοτικό σύστημα,το οποίο στη Γερμανία, όπως και σε πολλές άλλες ευρωπαϊκές χώρες, βασίζεται σε μία διανεμητική λογική (Umlageverfahren). Με απλά λόγια: Οι τρέχουσες ασφαλιστικές εισφορές είναι εκείνες που χρηματοδοτούν τις σημερινές συντάξεις.
Νέο «συμβόλαιο μεταξύ των γενεών»;
Αυτό το διανεμητικό σύστημα βασίζεται σε μία απλή υπόθεση εργασίας: ότι υπάρχουν αρκετοί ασφαλισμένοι, που με τις εισφορές τους είναι σε θέση να χρηματοδοτούν τις συντάξεις. Κάποιοι κάνουν λόγο για ένα «συμβόλαιο μεταξύ των γενεών». Σύμφωνα με εκτιμήσεις του ΟΟΣΑ για τη Γερμανία 100 εργαζόμενοι καλούνται σήμερα να χρηματοδοτήσουν 37 συνταξιούχους, αλλά το 2050 σε 100 εργαζόμενους θα αναλογούν πλέον 58 συνταξιούχοι. Με τα σημερινά δεδομένα υπάρχουν δύο εναλλακτικές λύσεις: είτε θα αυξηθούν οι συνταξιοδοτικές εισφορές είτε θα μειωθούν οι συντάξεις. Μία τρίτη λύση θα ήταν η απευθείας κρατική χρηματοδότηση των ασφαλιστικών ταμείων. Υπάρχει όμως και μία τέταρτη λύση: να αυξηθεί το όριο συνταξιοδότησης, για παράδειγμα στα 70 έτη. Αυτό ακριβώς προτείνουν κάθε τόσο οι εργοδοτικές οργανώσεις στη Γερμανία.
Αλλά οι αντιδράσεις είναι έντονες. «Προφανώς η σταδιακή αύξηση του ορίου συνταξιοδότησης θεωρείται ιδιαίτερα αντιδημοφιλής απόφαση», λέει ο Γιοχάνες Ράους, αναλυτής του Κέντρου για την Οικονομία της Υγείας με έδρα το Μόναχο. «Γι αυτό οι πολιτικοί προσπαθούν να την αναβάλουν όσο μπορούν». Ο ίδιος εκτιμά ότι πιο αποτελεσματικό μέτρο θα ήταν η αποκαλούμενη «σύνδεση του ορίου συνταξιοδότησης με το προσδόκιμο ζωής», γιατί έτσι όχι μόνο θα εξασφαλίζονταν επαρκείς εισφορές, αλλά θα αυξάνονταν και οι συντάξεις. Αυτή η σύνδεση έχει ήδη καθιερωθεί σε ορισμένες ευρωπαϊκές χώρες, όπως η Ιταλία, η Δανία και η Εσθονία. Πάντως ο ΟΟΣΑ προβλέπει αύξηση του ορίου συνταξιοδότησης σε 20 από τα 38 κράτη-μέλη του.
Ωστόσο, δεν συμφωνούν όλοι στην αύξηση του ορίου συνταξιοδότησης στα 70 έτη. «Το ζήτημα δεν είναι μόνο η χρηματοδότηση καθεαυτή, αλλά και η διασφάλιση μίας αξιοπρεπούς σύνταξης», προειδοποιεί ο Κλέμενς Τες Ρέμερ, διευθυντής του Γερμανικού Κέντρου Γεροντολογίας (DZA) στο Βερολίνο. «Ένα πρόβλημα που πιστεύω ότι θα προκαλούσε η αύξηση του ορίου συνταξιοδότησης είναι η άδικη μεταχείριση των χαμηλόμισθων εργαζομένων και ιδιαίτερα εκείνων, οι οποίοι για λόγους υγείας δεν είναι σε θέση να εργαστούν περισσότερο».
Απαραίτητη η διά βίου μάθηση
Για την Μπετίνα Σμίντκουντς, νοσηλεύτρια από τη Νυρεμβέργη, όλα αυτά ακούγονται μακρινά. Στα 63 της χρόνια ετοιμάζεται να βγει στη σύνταξη, αλλά της φαίνεται αδύνατο να παραμείνει αδρανής ως συνταξιούχος, ακόμη κι αν έχει συμπληρώσει 40 χρόνια σε μία τόσο σκληρή δουλειά. «Όσο αντέχω κι όσο με κρατάνε τα πόδια μου, θέλω να συνεχίσω», λέει. «Δεν μπορώ να φανταστώ ότι από τον Νοέμβριο θα κάθομαι στο σπίτι και δε θα κάνω τίποτα...» Το ίδιο σκέπτονται και πολλοί συνάδελφοί της, υποστηρίζει η Σμίντκουντς. Λέει όμως επίσης ότι, αν συνεχίσει να εργάζεται, αυτό πρέπει να γίνει σε ένα διαφορετικό πλαίσιο, που θα προσαρμόζεται στην ηλικία της και θα προβλέπει, για παράδειγμα, λιγότερη χειρωνακτική δουλειά.
Σε αυτό συμφωνεί και ο διευθυντής του DZA Κλέμενς Τες Ρέμερ, για να προσθέσει όμως ότι «στο μέλλον πρέπει να επενδύσουμε περισσότερο στη διά βίου μάθηση. Κανείς δεν θα παραμείνει για πάντα στο επάγγελμα που είχε επιλέξει όταν ήταν νέος». Ο Τες πιστεύει ότι ήταν σωστή η απόφαση για σταδιακή αύξηση του ορίου συνταξιοδότησης στη Γερμανία στα 67 έτη μέχρι το 2031. Όπως επισημαίνει όμως, ένα ακόμη επιβεβλημένο μέτρο για την εξυγίανση των ασφαλιστικών ταμείων θα ήταν να καταργηθούν τα ιδιαίτερα ταμεία που λειτουργούν σήμερα για ελεύθερους επαγγελματίες, αλλά και για τους δημοσίους υπαλλήλους, όπως συμβαίνει στην Ιαπωνία από το 2015.
Λίζα Χένσελ
Επιμέλεια: Γιάννης Παπαδημητρίου