«Περισσότεροι μετανάστες στην Ελλάδα από το 2018»
21 Σεπτεμβρίου 2019Η Zeit Online αναφέρεται αναλυτικά στα νέα στοιχεία που έδωσε στη δημοσιότητα ο Διεθνής Οργανισμός Μετανάστευσης (ΔΟΜ) για τις αφίξεις προσφύγων και μεταναστών στην Ελλάδα το 2019 μέχρι και τον Σεπτέμβριο. «Από την αρχή της χρονιάς» σημειώνει η Zeit Online, «έφτασαν σχεδόν 50% περισσότεροι πρόσφυγες από ό,τι πέρυσι την ίδια χρονική περίοδο. Σύμφωνα με τον ΔΟΜ μέχρι τις 18 Σεπτεμβρίου έφτασαν 32.767 μετανάστες. Πέρσι την ίδια περίοδο ο αριθμός αυτός ανερχόταν στις 22.261. Στην Ιταλία με 6.570 αφίξεις έφτασαν κατά τρεις φορές λιγότεροι άνθρωποι σε σχέση με πέρυσι. Στην Ισπανία έφτασαν εμφανώς περισσότεροι, δηλαδή 17.000 άνθρωποι, οι οποίοι βέβαια ήταν οι μισοί σε σχέση με το 2018».
Όπως αναφέρει η ιστοσελίδα βασισμένη σε στοιχεία του ΔΟΜ, στις μεσογειακές χώρες έχουν φτάσει φέτος ήδη 60.000 άνθρωποι, περίπου 20% λιγότεροι σε σχέση με το προηγούμενο έτος. «Και ο αριθμός των θυμάτων έχει υποχωρήσει σημαντικά» σημειώνει το δημοσίευμα επισημαίνοντας στη συνέχεια τη διάκριση στην οποία προβαίνει η έκθεση του ΔΟΜ: «Σύμφωνα με τον ορισμό που δίνει ο ΔΟΜ μετανάστες είναι εκείνοι που αφήνουν τον τόπο κατοικίας τους ανεξάρτητα από το αν το κάνουν από ελεύθερη επιλογή ή επειδή εξαγανάστηκαν να μεταναστεύσουν και ανεξάρτητα από το πόσο θα διαρκέσει η παραμονή τους στο εξωτερικό. Αντίθετα οι πρόσφυγες αναζητούν προστασία λόγω πολέμου ή επαπειλούμενης δίωξης. Έτσι οι πρόσφυγες είναι και μετανάστες, αλλά όλοι οι μετανάστες δεν είναι και πρόσφυγες.» Αξίζει να σημειωθεί ότι στους αριθμούς που αναφέρονται στην έκθεση περιλαμβάνονται π.χ. και οι οικονομικοί μετανάστες. Τέλος, το δημοσίευμα κλείνει υπενθυμίζοντας ότι «ως επί το πλείστον η κατάσταση των νεοαφιχθέντων είναι δύσκολη στην Ελλάδα εξαιτίας των αυξανόμενων αριθμών», με την κατάσταση στη Μόρια να παραμένει κρίσιμη. «Συνολικά τον Αύγουστο» γράφει η Zeit Online «παρέμεναν στην Ελλάδα 24.000 άνθρωποι, το 40% εκ των οποίων ήταν βάσει στοιχείων του ΟΗΕ ανήλικοι».
«Fridays for future» ή η δύναμη των δρόμων
Το μεγάλο θέμα της ημέρας στη Γερμανία είναι οι μαζικές διαδηλώσεις μαθητών και νέων για την προστασία του κλίματος που διοργανώθηκαν σε όλη τη χώρα στο πλαίσιο των καθιερωμένων πλέον «Fridays for Future» αλλά και οι μαραθώνιες διαβουλεύσεις εντός της γερμανικής κυβέρνησης μέχρι να καταλήξει σε ένα βασικό πακέτο μέτρων για το κλίμα. Η εφημερίδα TAZ του Βερολίνου σχολιάζει: «Aν συγκρίνει κανείς τις τωρινές αποφάσεις της γερμανικής κυβέρνησης για το κλίμα με αυτά που πριν από ένα χρόνο θεωρούνταν εφικτά πολιτικά, διακρίνει ξεκάθαρα ένα βήμα: για τον καθορισμό της τιμής για το διοξείδιο του άνθρακα τότε, η Χριστιανική Ένωση δεν ήθελε καν να μιλήσει, δισεκατομμύρια επενδύσεων σε φιλικές προς το περιβάλλον υποδομές αποκλείονταν και ακόμη για το θέμα της επιδότησης της μόνωσης των κατοικιών που επιθυμούσαν όλες οι πλευρές, δεν υπήρχε πλειοψηφία. Ένα χρόνο μετά η συζήτηση άλλαξε. Η κλιματική κρίση είναι το κυρίαρχο πολιτικό θέμα».
Όπως σημειώνει η εφημερίδα μετά από ένα χρόνο μαθητικών διαδηλώσεων και δημοσκοπήσεων, βάσει των οποίων η πλειονότητα ζητά προστασία του κλίματος, η κυβέρνηση συνασπισμού «δεν μπορούσε να συνεχίσει να αγνοεί το θέμα». Εντούτοις, όπως παρατηρεί σε άλλο σημείο η TAZ, «οι προτάσεις που ο μεγάλος συνασπισμός μετά την ολονύκτια σύσκεψη επεξεργάστηκε δεν αρκούν για ακόμη μια φορά ώστε η Γερμανία να είναι συνεπής στον στόχο του 1,5 βαθμού Κελσίου (σσ: όπως ορίζει η Σύμβαση του Παρισιού).» Τέλος, η ΤΑΖ καταλήγει ότι «για το κίνημα κατά της κλιματικής αλλαγής οι πρόσφατες αποφάσεις μπορούν να λειτουργήσουν μόνο ως κίνητρο για να συνεχίσουν οι διαμαρτυρίες. (…) Eάν η πίεση από τους δρόμους συνεχίσει έτσι και του χρόνου, ίσως υπάρξει όντως πραγματική κλιματική πολιτική. Αυτό θα χρειαζόταν επειγόντως».
Από την πλευρά της η Κölner Stadt Anzeiger παρατηρεί επίσης ότι «η δύναμη των δρόμων έχει γίνει ξανά παράγοντας διαμόρφωσης πολιτικής. Χωρίς αυτή η γερμανική κυβέρνηση ίσως να ανέβαλε τη συζήτηση για το θέμα της κλιματικής αλλαγής». Η Stuttgarter Zeitung εστιάζει στο κοινωνικό κόστος της μετάβασης σε μια πιο φιλική προς το περιβάλλον πολιτική και σημειώνει: «Το κοινωνικό ζήτημα τίθεται πιο έντονα από ποτέ παρά τα κίνητρα και τα αντισταθμιστικά μέτρα που προτείνονται. Όποιος θυμάται ακόμη τις παλιές, οργισμένες διαμαρτυρίες για την τιμή της βενζίνης, μπορεί να φανταστεί τις αντιδράσεις από τις αυξήσεις στις τιμές καυσίμων, πετρελαίου και φυσικού αερίου, ειδικά όταν οι υποσχόμενες εναλλακτικές δεν είναι ήδη έτοιμες ή δεν μπορούν όλοι να τις αντέξουν οικονομικά (…) Πάνω από όλα τίθεται το ερώτημα κατά πόσο η οικονομία μπορεί να επιταχύνει τη μετάβαση και να παράξει πράγματι στο μέλλον φιλικές προς το περιβάλλον λύσεις».
Δήμητρα Κυρανούδη