Η Λάμπρεχτ στην Κύπρο με ανοιχτά ερωτήματα
7 Νοεμβρίου 2022«Από το 2006, ο γερμανικός στρατός συμμετέχει στην Κύπρο και τον Λίβανο ως μέρος της Προσωρινής Δύναμης των Ηνωμένων Εθνών UNIFIL (Maritime Taskforce). Ποιό είναι όμως το νόημα της 16χρονης δέσμευσης της Μπούντεσβερ στην περιοχή και είναι εφικτό η δέσμευση αυτή να συνεχιστεί με την παρούσα μορφή της;» Αυτό το ερώτημα θέτει η εφημερίδα Bild προς την υπ. Άμυνας Κριστίνε Λάμπρεχτ, η οποία ταξίδεψε στην περιοχή και διανυκτέρευσε μάλιστα σε πολεμικό πλοίο.
«Ο επιθετικός πόλεμος του Πούτιν αποτέλεσε τέλος εποχής και για την εικόνα της Μπούντεσβερ, φέρνοντας ξανά στο επίκεντρο την ξεχασμένη βασική αποστολή του γερμανικού στρατού- την άμυνα της χώρας και της νατοϊκής συμμαχίας. Επί χρόνια, τα γερμανικά στρατεύματα είχαν περιοριστεί μόνο σε μικρές αποστολές στο εξωτερικό» παρατηρεί η εφημερίδα και συμπληρώνει: «(…) Οι πόροι του γερμανικού στρατού είναι περιορισμένοι. Ακόμη και το ειδικό ταμείο των 100 δις ευρώ δεν υπόσχεται κάποια γρήγορη βελτίωση και οι ειδικοί στο υπ. Άμυνας θέτουν τώρα το ερώτημα: Πόσες ξένες αποστολές μπορεί ακόμη να αντέξει η Μπούντεσβερ; Απάντηση: Λιγότερες από πριν».
Το δημοσίευμα θέτει στο μικροσκόπιο ειδικότερα τη γερμανική συμμετοχή στην UNIFIL και παρατηρεί: «Ακόμη και πριν από την ανοιχτή επίθεση στην Ουκρανία, η κυβερνητική συμφωνία όριζε ότι όλες οι στρατιωτικές αποστολές έπρεπε να επαναξιολογηθούν. Η συμμετοχή της Γερμανίας στη UNIFIL πρέπει επίσης να εξεταστεί. Αν και η Λάμπρεχτ τόνισε από την περιοχή πόσο σημαντική είναι η δέσμευση του ΟΗΕ εκεί, έκανε λόγο για ‘εύθραυστη κατάσταση ασφάλειας΄. Ωστόσο, οι αμφιβολίες παραμένουν ως προς την τρέχουσα μορφή της αποστολής». Μάλιστα η Κρ. Λάμπρεχτ απάντησε και σε σχετική ερώτηση της Bild: «Στεκόμαστε στο πλευρό της UNIFIL. Αλλά είναι σωστό τα Ηνωμένα Έθνη να επανεξετάσουν τώρα τη συγκεκριμένη αποστολή (…) Θα δούμε αν μπορούμε να πετύχουμε τους στόχους που έχουμε θέσει με τα μέσα που διαθέτουμε ή αν πρέπει να αναπροσαρμόσουμε κάτι».
Ο Τραμπ προλειαίνει το έδαφος της επιστροφής του;
Μία μέρα μόλις πριν από τις κρίσιμες ενδιάμεσες εκλογές στις ΗΠΑ και ο γερμανικός Τύπος βρίθει σχολίων. Σε σχόλιο στο δίκτυο NDR διαβάζουμε σχετικά με μια πιθανή νίκη των Ρεπουμπλικάνων: «(…) Οι Ρεπουμπλικάνοι έχουν αυτοπεποίθηση και περιμένουν μία νίκη. Εμφανίζονται πεπεισμένοι ότι τουλάχιστον θα κατακτήσουν την πλειοψηφία στη Βουλή των Αντιπροσώπων, ίσως και στη Γερουσία.
Με τα νέα δεδομένα εξουσίας ο Μπάιντεν και η κυβέρνησή του θα μπορούσαν να παραλύσουν περισσότερο από ό,τι ήδη συμβαίνει. Ολόκληρα νομοθετήματα θα μπορούσαν τότε να μπλοκαριστούν. Για κάθε δεκάρα που σχεδιάζει να ξοδέψει η κυβέρνηση Μπάιντεν, θα μπορούσαν να πουν όχι. Και αυτό σίγουρα θα αύξανε τις πιθανότητες των Ρεπουμπλικάνων για νίκη στις επόμενες προεδρικές εκλογές σε δύο χρόνια. Και όταν μιλάμε για Ρεπουμπλικάνους, συνεχίζουμε να μιλάμε για τους Ρεπουμπλικάνους του Τραμπ.»
Από την πλευρά της η Süddeutsche Zeitung σχολιάζει: «Είναι πολύ πιθανό οι Δημοκρατικοί να χάσουν τη Βουλή των Αντιπροσώπων, ίσως και τη Γερουσία (…) Τέσσερα χρόνια Τραμπ ίσως να ήταν αρκετά για να αντέξουν οι Αμερικανοί, ώστε στη συνέχεια να προχωρήσουν σε μια διαδικασία αναστοχασμού και ανανέωσης. Όχι όμως μόνο συνεχίζει το φάντασμα του Τραμπ να παραμένει άτρωτο πολιτικά, αλλά πολύ περισσότερο από το 2020 έχει πίσω του μια τεράστια στρατιά πολιτικών ζόμπι, που τον ακολουθούν άνευ όρων.
Αυτοί είναι που κατάφεραν να λεηλατήσουν το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα, το Grand Old Party, το Κόμμα του Αβράαμ Λίνκολν και να το μετατρέψουν σε Κόμμα Τραμπ, ένα ξεδιάντροπο κόμμα λατρείας ενός ηγέτη. Όταν το 2016 έγινε εμφανές ότι τμήματα των ΗΠΑ έχουν προσβληθεί από τη νόσο Τραμπ, μπορούσε κανείς να ελπίζει ότι η χώρα θα ανέκαμπτε γρήγορα. Εν έτει 2022 μπορεί κανείς μόνο να ελπίζει ότι το ασθένεια δεν θα είναι θανατηφόρα».
Δήμητρα Κυρανούδη