Η ιδιότυπη ομορφιά της Αλεξάνδρειας
26 Νοεμβρίου 2010Υπάρχουν πόλεις που είναι προφανώς ωραίες, έστω και για διαφορετικούς λόγους η καθεμία, το Παρίσι για παράδειγμα με την τόσο ευπροσήγορη κομψότητά του ή το Βερολίνο με την τόσο αγέρωχη και αυτοκρατορική απλοχωριά του. Υπάρχουν όμως και πόλεις με πιο περίπλοκη ομορφιά, πιο δυσανάγνωστη, όχι τόσο ενιαία, περισσότερο ρηγματώδη, όχι τόσο λεία, περισσότερο πορώδη. Μια τέτοια πόλη είναι η Αλεξάνδρεια και μας το ξαναθυμίζει ένα εκτενές ρεπορτάζ στη μεγάλη εφημερίδα του Μονάχου Süddeutsche Zeitung.
Η μύτη της Σφίγγας
Μια ιδιορρυθμία αυτής της πόλης: στην ξηρά τα αρχαία κτίσματα έχουν χαθεί, έχουν γίνει υπόστρωμα των νεώτερων αρχιτεκτονικών γενεών, η αρχαιολογική σκαπάνη τα υποθέτει λειωμένα και πατημένα κάτω από τους τόνους του μεταγενέστερου οικοδομικού υλικού. Όχι όμως και στη θάλασσα. Εκεί, μπροστά στο λιμάνι, και σε βάθος μόλις δέκα μέτρων ορθώνονται τα υπολείμματα των ανακτόρων των Πτολεμαίων που μια σύμπτωση, ένας σεισμός πριν από 1200 χρόνια, τα καταβύθισε για να τα διατηρήσει έτσι στον αιώνα τον άπαντα. Σήμερα τουρίστες κάνουν οργανωμένες καταδύσεις και χαίρονται μόλις καταφέρουν να τσιμπήσουν στο βυθό τη μύτη μιας αρχαίας Σφίγγας.
Σκονισμένα καφενεία
Μια άλλη ιδιορρυθμία: η κοσμοπολίτικη ομορφιά της Αλεξάνδρειας, αυτή που την χαρακτήριζε για τουλάχιστον ενάμιση αιώνα, έχει χαθεί από την επικράτεια του προφανούς, αλλά τα ίχνη της διατηρούνται. Διαβάζουμε στη γερμανική εφημερίδα: «Η έξοδος των Ευρωπαίων από την Αλεξάνδρεια ξεκίνησε τη δεκαετία του 1960, όταν ο πρόεδρος Νάσερ κρατικοποίησε τις μεγάλες επιχειρήσεις και επέταξε την ξένη ιδιοκτησία. Το μοιρολόι για τη χαμένη δόξα της πόλης έχει γίνει στο μεταξύ παράδοση στον χώρο της λογοτεχνίας. Και όμως η ατμόσφαιρα εκείνη που ενέπνευσε τον Λώρενς Ντάρελ και τόσους ομοτέχνους του επιβιώνει ακόμα σε μερικά απόμακρα δρομάκια και σκονισμένα καφενεία.» Αυτά η Süddeutsche Zeitung.
Τι απέμεινε;
Σε ένα τέτοιο καφενείο μπήκε μια μέρα τη δεκαετία του 80 τυχαία και ο Γερμανός ποιητής Γιόαχιμ Σαρτόριους. Και μέσα σ’ εκείνη την ιδιαίτερη ατμόσφαιρα οραματίστηκε τον Έλληνα ομότεχνό του Κωνσταντίνο Καβάφη. Κι έγραψε το ποίημα Αλεξάνδρεια:
Καθόταν εκεί πίσω, σε κείνο το μαρμάρινο τραπέζι,
είπε το γέρικο γκαρσόνι, κάτω απ’ τους παλιομοδίτικους ανεμιστήρες,
που στροβιλίζονταν βαριεστημένα ήδη από τότε,
κάτω απ’ αυτήν την οροφή με γύψινες διακοσμήσεις art nouveau,
la vie était confortable: Stanley Beach,
Γλυμενόπουλο και η χαριτωμένη
μικρή Ζιζίνια, νυν κινηματογράφος,
όπου κατά τη σαιζόν έπαιζαν Τόσκα,
Λα Μποέμ και Λοεγκρίν (το βαρύτερο έργο
του Βάγκνερ που άντεχαν τότε
νοτίως της Νεαπόλεως). Εκεί καθόταν, ένας Έλληνας
ανάμεσα σε μερικές δεκάδες χιλιάδες Έλληνες,
χωρίς να λαμβάνει υπ’ όψιν μισό εκατομμύριο Αιγυπτίους.
Ζούσε σε μιαν Ευρώπη φανταστική,
καθηλωμένος ακόμη στον Στράβωνα:
«μέγιστον εμπόριον της οικουμένης».
Απέμειναν λιθάρια, η θάλασσα
κι ένα αίσθημα εσχάτης εξαντλήσεως.
Σπύρος Μοσκόβου