Γερμανία: Ούριος άνεμος για την αμυντική βιομηχανία;
30 Μαρτίου 2024Ο καγκελάριος Σολτς λατρεύει τις μακροσκελείς προτάσεις, τόσο μακροσκελείς που στο τέλος τους δεν θυμάται κανείς πια την αρχή τους. Όταν όμως τον Φεβρουάριο η μεγαλύτερη εταιρεία της αμυντικής βιομηχανίας, η Rheinmetall, ξεκίνησε τις εργασίες κατασκευής ενός νέου εργοστασίου παραγωγής πυρομαχικών, ο καγκελάριος ήταν σαφής.
Η αμυντική πολιτική στη Γερμανία σχεδιάζεται «εδώ και πολύ καιρό» σαν να αφορά στην αγορά ενός αυτοκινήτου, είπε ο Σολτς. Ότι δηλαδή μπορεί κανείς απλώς να παραγγείλει αυτό που θέλει και μετά από τρεις μήνες να το έχει στα χέρια του. «Όμως η παραγωγή της αμυντικής βιομηχανίας δεν λειτουργεί έτσι. Τα τεθωρακισμένα οχήματα, τα οβιδοβόλα, τα ελικόπτερα και τα συστήματα αεράμυνας δεν κάθονται απλώς σε κάποιο ράφι. Και όταν για χρόνια δεν υπάρχουν καθόλου παραγγελίες, τότε δεν υπάρχει και καθόλου παραγωγή».
Στόχος και πάλι η άμυνα της χώρας
Η τοποθέτηση αυτή αντανακλά το δίλημμα στο οποίο βρίσκεται η ομοσπονδιακή κυβέρνηση. Η ζήτηση για όπλα και πυρομαχικά είναι τεράστια – και αυτό όχι μόνο επειδή πρέπει να συνεχιστεί η στρατιωτική υποστήριξη της Ουκρανίας. «Δεν μπορούμε να βασιζόμαστε στο ότι οι Αμερικάνοι θα πληρώνουν πάντα τη νύφη και θα εισφέρουν το αναγκαίο πολεμικό υλικό», δήλωσε ο αντικαγκελάριος και υπουργός Οικονομίας Ρόμπερτ Χάμπεκ (Πράσινοι) τον Μάρτιο. «Αυτό σημαίνει πως τώρα πρέπει να ξεκινήσει και πάλι η αναβάθμιση της παραγωγής όπλων, της βιομηχανίας άμυνας και πολεμικού υλικού, όπως και ο σχεδιασμός των στρατιωτικών αποστολών για την άμυνα της χώρας». Ο καγκελάριος Σολτς τόνισε ακόμη «πόσο σημαντικό» είναι «να υπάρχει μία ευέλικτη, σύγχρονη και ικανή αμυντική βιομηχανία».
Μία στροφή 180 μοιρών
Μετά από δεκαετίες πολιτικής αφοπλισμού αυτή η αλλαγή στάσης είναι μία στροφή 180 μοιρών. Από την Πτώση του Τείχους το 1989 και τη γερμανική επανένωση το 1990 φαινόταν πως η ειρήνη αποτελεί το νέο status quo για τη Γερμανία. Η Bundeswehr συρρικνώθηκε, οι δαπάνες για τον στρατιωτικό εξοπλισμό μειώθηκαν. Σύμφωνα με μελέτη του Ιδρύματος Friedrich Ebert η γερμανική βιομηχανία αμυντικής τεχνολογίας συρρικνώθηκε κατά 60% - και οι 290.000 θέσεις εργασίας μειώθηκαν στις 100.000. Οι πολιτικοί αποστασιοποιούνταν από την αμυντική βιομηχανία και οι μεγάλες επιχειρήσεις, όπως η Rheinmetall, μετέφεραν τις δραστηριότητές τους στο εξωτερικό ολοένα και περισσότερο.
Όταν στα τέλη του 2021 ανέλαβαν τη διακυβέρνηση της χώρας το SPD, οι Πράσινοι και το FDP, σχεδίαζαν να συρρικνώσουν ακόμη περισσότερο την αμυντική βιομηχανία. Έως ότου η Ρωσία εισέβαλε στην Ουκρανία τον Φεβρουάριο του 2022.
"Made in Germany”; Όχι πια
Το πόσο δύσκολη είναι η πρακτική εφαρμογή αυτής της πολιτικής στροφής φαίνεται ήδη στον επανεξοπλισμό της Bundeswehr. Ένα μεγάλο μέρος του «ειδικού ταμείου» των 100 δισεκατομμυρίων ευρώ δαπανήθηκε σε χρόνο ρεκόρ – πρόκειται για χρήματα που διέθεσε άμεσα η Bundestag εξαιτίας του πολέμου στην Ουκρανία. Οι παραδόσεις του πολεμικού υλικού ωστόσο θα διαρκέσουν χρόνια και το μεγαλύτερο μέρος αυτού δεν θα έχει παραχθεί στη Γερμανία. Τα ελαφρά τροχοφόρα τεθωρακισμένα οχήματα (Radpanzer) που έχει παραγγείλει η γερμανική κυβέρνηση, για παράδειγμα, παράγονται από τη Rheinmetall στην Αυστραλία.
Τι μέτρα λαμβάνει η κυβέρνηση;
Η χριστιανοδημοκρατική αντιπολίτευση (CDU/CSU) επικρίνει πως η κυβέρνηση δεν κάνει αρκετά για να αυξήσει και πάλι την παραγωγική ικανότητα της Γερμανίας. «Ενώ η Ρωσία έχει ολοκληρώσει τη μετάβαση σε μία πολεμική οικονομία, η ομοσπονδιακή κυβέρνηση δεν έχει λάβει ως τώρα καθόλου επαρκή μέτρα για την απαραίτητη ενίσχυση της βιομηχανίας αμυντικής τεχνολογίας», αναφέρεται σε πρόταση της χριστιανοδημοκρατικής παράταξης που τέθηκε σε διαβούλευση στην γερμανική βουλή τον Μάρτιο.
Το καλοκαίρι του 2023 η κυβέρνηση υποσχέθηκε πως θα υλοποιούσε τη στρατηγική για τη βιομηχανία άμυνας και ασφάλειας που είχε σχεδιαστεί ήδη από το 2020. Όμως αυτό δεν έχει συμβεί ακόμη. Διότι, όπως ανέφερε ο υπουργός Οικονομίας Ρόμπερτ Χάμπεκ, πρέπει ο κυβερνητικός συνασπισμός να διαβουλευτεί, προκειμένου να τεθούν τυχόν ερωτήσεις ή ανησυχίες σχετικά με την παραγωγή στρατιωτικού εξοπλισμού – που θα αφορούν για παράδειγμα στη διαχείριση των κερδών από τις πωλήσεις όπλων.
Οι επιχειρήσεις ζητούν εγγυήσεις
Ταυτοχρόνως οι επιχειρήσεις γνωρίζουν πως εξαιτίας της ρωσικής απειλής έχουν σημαντικό περιθώριο κινήσεων – και μπορούν να θέτουν και ορισμένες απαιτήσεις.
Προσφάτως έλαβε χώρα μία δίωρη συνάντηση μεταξύ εκπροσώπων της αμυντικής βιομηχανίας και της ομοσπονδιακής κυβέρνησης – και η συζήτηση αφορούσε πρωτίστως στις εγγυήσεις που χρειάζεται η βιομηχανία, προκειμένου να αυξήσει την παραγωγή, όπως δήλωσε ο Ρόμπερτ Χάμπεκ.
Τι σημαίνει αυτό; Πως οι επιχειρήσεις της αμυντικής βιομηχανίας θέλουν να συνάψουν μακροχρόνιες συμβάσεις με σταθερούς όρους αναφορικά με τις αγορές εξοπλισμών. Το πρόβλημα έγκειται στο γεγονός ότι οι δαπάνες για αυτές τις αγορές θα πρέπει να ενταχθούν στον κρατικό προϋπολογισμό και το ειδικό ταμείο της Bundeswehr θα έχει αξιοποιηθεί πλήρως έως το 2027. Σύμφωνα με τους ειδικούς θα πρέπει εν συνεχεία να δαπανώνται 50 δισεκατομμύρια ευρώ – ετησίως.
Πού θα βρεθούν όμως αυτά τα λεφτά; Ο καγκελάριος Σολτς δεν προτίθεται να περικόψει τις κοινωνικές δαπάνες. Διότι γνωρίζει πως το κόμμα του δεν πρόκειται να δεχθεί κάτι τέτοιο, ενώ και πολλοί πολίτες ενδέχεται να αρχίσουν να έχουν δεύτερες σκέψεις, εάν πρέπει να γίνουν μαζικές περικοπές σε άλλους τομείς χάριν των εξοπλιστικών δαπανών. Το βέβαιο είναι πως το εν λόγω ζήτημα θα διαδραματίσει σημαντικό ρόλο στην προεκλογική εκστρατεία για τις ομοσπονδιακές εκλογές του 2025.
Οι πολίτες αντιστέκονται
Πολλοί Γερμανοί πάντως αντιτίθενται στη στροφή που δρομολογεί η ομοσπονδιακή κυβέρνηση. Στη Βόρεια Ρηνανία-Βεστφαλία, για παράδειγμα, γίνονται και κινητοποιήσεις ενάντια στα σχέδια της επιχείρησης Diehl Defence για την κατασκευή ενός νέου εργοστασίου σε μία έκταση που θα αξιοποιούταν για την οικοδόμηση κατοικιών.
Έντονες διαμαρτυρίες υπάρχουν και στη Σαξονία από τις αρχές του 2023, όταν και έγινε γνωστό πως η Rheinmetall εξέταζε το ενδεχόμενο να χτίσει εκεί ένα εργοστάσιο πυρίτιδας. Εν τέλει τα σχέδια της εταιρείας κατέρρευσαν, καθώς η ομοσπονδιακή κυβέρνηση δεν ήθελε να συγχρηματοδοτήσει το έργο.
Επιμέλεια: Γιώργος Πασσάς